Η λαογραφική επιστήμη, βασιζόμενη στην μεθοδικότητα μιας αυστηρά καθορισμένης σειράς, συνέλεξε και διατήρησε όλα τα στοιχεία, όλα τα άγραφα δίκαια και ήθη, τα οποία διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε λαϊκή παράδοση. Η κεφαλληνιακή λαογραφία, δεν είναι μόνο η ανάμνηση της ιστορικής μνήμης, αλλά η θύμηση της ταυτότητας του Κεφαλλήνα, που τολμά να πιστεύει ότι το εθνικό του φρόνημα και η θρησκευτική του συνείδηση, ανήκουν στην μοναδική ιδιόρρυθμη και ριζοσπαστική του ιδιοσυγκρασία. Η «πολιτιστική και ψυχική ιδιοσυγκρασία1 του ομηρικού κατοίκου της Κεφαλονιάς και δη της Πυλάρου, αποτυπώνεται μέσα από τις παραδόσεις της στη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την ελληνική Πασχαλιά.
« Μέρα λαμπρή, μέρα γιορτή, μέρα λουλουδιασμένη»1.
Το Πάσχα, δηλαδή το πέρασμα στην νέα ζωή στη Κεφαλονιά, γιορτάζεται με εθιμικές λιτανείες, χορούς και λαϊκά αγωνίσματα.Κατά τη διακαινήσιμο εβδομάδα, κάθε μέρα είναι γιορτή. Νια Δευτέρα, Νια Τρίτη… Όλες οι μέρες είναι ίδιες σαν μία, την Κυριακή της Ανάστασης.
Η Νια Τρίτη εορτάζεται με λαμπρότητα σε όλα τα χωριά της Κεφαλονιάς. Από το Ξενόπουλο μέχρι το Φισκάρδο, είναι η μέρα όπου οι χοροί της Κυριακής αναβιώνουν. Το περίσσευμα του οβελία γίνεται αφορμή να ξαναμπούν τα κάρβουνα στη φωτιά.
Στη Πύλαρο, τη Λαμπροτρίτη, γίνονται δύο πανηγύρια : στην Ιερά Μονή των Θεμάτων, το αρχαίο μοναστήρι που βρίσκεται στους πρόποδες της Αγίας Δυνατής, και στα Σία. Και οι δύο εκκλησίες εορτάζουν την ίδια μέρα. Συνήθως, οι κάτοικοι από τα πανοχώρια πήγαιναν στα Θέματα και από τα κατωχώρια στα Σία. Παρόλα αυτά υπήρχαν και αρκετοί που πήγαιναν στα Σία και μετά μετέβαιναν στα Θέματα.
Ο αείμνηστος λαογράφος Δ.Σ. Λουκάτος, εξιστορεί πως ο ίδιος συνοδευόμενος από τον πατέρα του, πήγαινε στο πανήγυρι στα Σία.Τα κείμενα του Δ. Σ. Λουκάτου, αποτελούν τη κιβωτό της λαογραφίας της νήσου μας. Όπως αναφέρει ο ίδιος, το πανηγύρι σταΣία μάζευε κόσμο σχεδόν από όλο το νησί. Σία, ονομάστηκε ηπεριοχή όπου κατέφευγαν οι ναυτικοί για να «σιάζουν προς την ακτή». Ο καπετάνιος έδινε εντολή, κατέβαζαν τα πανιά, καβέντζαραν το κουπί και ώσπου να μπουν στο λιμανάκι και να αράξουν καλά, εφώναζαν όλοι μαζί : – σια, σιαα. Η εορτή, ξεκινούσε με τον εσπερινό στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Διβαράτων. Ακολουθούσε, η λιτανεία της εικόνας της Παναγίας στον επισκοπικό θρόνο της μαζί με τις ελληνικές σημαίες, τα εξαπτέρυγα, τη μπάντα και τους ψαλτάδες. Η πομπή σταματούσε σε 3-4 σπίτια και ψάλλονταν δέηση και έφτανε έως το χάνι του Σινιόρη. Την επόμενη το πρωί, από την αυγή στήνονταν το πανηγύρι στα Σία. Η γιορτή, ξεκινούσε με την δέηση και την αρτοκλασία. Ο δημόσιος δρόμος από το χωριό, κατηφόριζε σε ένα στενό μονοπάτι που έφτανε σε ένα λιοστάσι. Κάτω ο γκρεμός. Ένα τοπίο «ήρεμο, μεσημβρινό»2. Εκεί βρισκόταν η εκκλησία. Στη δέηση έρχονταν κλήρος από την Πύλαρο και τη Θηνιά. Η εκκλησία αυτή, χτίστηκε λόγω της θαυμαστής ευρέσεως της ιεράς εικόνος της Παναγίας. Η εικόνα, ευρέθη σε ένα βάτο και το ξωκλήσι χτίστηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο αφού θαυματουργικά, η εικόνα επέστρεφε πάντα στον τόπο ευρέσεως της όπου και εάν την μετέφεραν. Μετά την ιερή παράκληση στήνονταν τα κούλουμα κάτω από τις ελιές, πάντα με γουρουνόπουλο ψητό και στη σούβλα. Οι ψαλτάδες και ο κλήρος γευμάτιζαν μέσα στο κελί της εκκλησιάς. Ευφραίνοταν και έψελναν μαζί, λαός και κλήρος. Σε κάθε φινίριμα ετσούγκριζαν με θηνιάτικο και ρομπόλα. Ακολουθούσε ο χορός στην πλατεία του χωριού. Οι άνδρες, με τα μανιποκάμισα και τα μαύρα γιλέκα, με μαντήλι ριγμένο τριγωνικά στο σβέρκο, με γαρύφαλλο στο αυτί, χόρευαν τσάμικο, διβαράτικο, κουτσό, ζωναράδικο, μπάλο και σταυρωτό. Οι στίχοι του χορού, παραλλάσσονταν με δόσεις και με τσακίσματα, συνήθως με σατυρικό τέλος. Έχουν διασωθεί μερικά δίστιχα όπως :
« Αφέντ’ αη μου Δημήτρη μου, με το καμπαναριό σου, δώσε μου την καλύτερη μέσα από το χωριό σου.
– Μα την Αγιά Παρασκευή, που ναι πρετζικοπούλα, καλύτερα σαγάπουνα όσο σουνε μικρούλα
– Νάξερα τη μαστόρισσα που σόφκιανε τη βέστα, δε σου την έφτιανε πλατιά, να πρεβατής αλέστα»
– Κομπάρε και συμπέθερε, ο διάολος μου σέφερε»
Οι πρωτοχορευτές έπαιρναν ένα ποτήρι κρασί, το έβαζαν στο κεφάλι τους και χόρευαν. Οι Θηνιάτες χόρευαν χωρίς παπούτσια. Παρόλα αυτά, όλοι, είτε με φορεσιές είτε με ευρωπαϊκά ρούχα, φορούσαν κόκκινο ζωνάρι. Μέσα στο πανήγυρι δεν έλειπαν και οι καβγάδες.Καβγάδες μεταξύ των κατοίκων και της χωροφυλακής, με τον λήσταρχο Φραγκίσκο που είχε ολάκερο ασκέρι, όπως αφηγείται χαρακτηριστικά ο Λουκάτος. Πολλές φορές στήνονταν καβγάς με τους Πυλαρινούς και τους Θηνιάτες ή με άλλους ξενοχωρίτες, συνήθως σε «ζητήματα τιμής».
Με πρώτο έντονο το θρησκευτικό αίσθημα και ακολούθως τα έθιμα: τον χορό και την κοινή «κένωση του τραπεζιού», ο λαός της Πυλάρου διαφύλαξε σε όλες τις περιόδους, τόσο επί Βενετοκρατίας όσο και επί Αγγλοκρατίας, την βυζαντινή του ταυτότητα, και ανέπτυξε την εθνική του συνείδηση διαφυλάττοντας ως ευαγγέλιο και κειμήλιο τηνασίγαστη φλόγα της ελληνορθόδοξης παράδοσης και ιστορίας του.