Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
-Μεγάλο μερίδιο μέσα στον κεφαλονίτικο πολιτισμό και την παράδοση κατέχει η μουσική ιστορία του νησιού, που ποικίλει στη δημιουργία της και η οποία στις απαρχές της χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Αποτελούν δε ιδιαίτερο κομμάτι της η αριέττα και η καντάδα, ακούσματα που λίγο πολύ σε όλους μας είναι γνωστά. Μάλιστα δε, χαρακτηρίζουν το νησί μας, καθώς και τα άλλα Επτάνησα. Έχουν ειπωθεί αρκετά για το τι είναι αριέττα και το τι είναι καντάδα. και ποιος είναι ο αρχικός τόπος προέλευσής αυτών των αστικών ασμάτων
Φυσικά η δεύτερη είναι επέκταση της πρώτης. Θα λέγαμε μάλιστα και ότι η καντάδα παρουσιάζεται και ως εξέλιξη της αριέττας. Ας βάλουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, σύμφωνα με όποιες πληροφορίες και πηγές έως τώρα έχουμε και ας ξεκινήσουμε αυτή τη συνοπτική αναφορά μας στις αριέττες
Ποιο τραγούδι ξεχωρίζουμε ως αριέττα ή μάλλον τι ονομάζουμε αριέττα; Ποια η ορθογραφία της λέξης; Η λέξη αριέττα προέρχεται από την ιταλική λέξη άρια, που και αυτή με τη σειρά της έχει ελληνική ρίζα από τη λέξη αήρ (αέρας) και που σημαίνει μέλος. Αριέττα είναι το υποκοριστικό της άριας, δηλαδή το μικρό, συνήθως δίστιχο ή τετράστιχο τραγουδάκι. Καλύτερα θα λέγαμε ότι η αριέττα μουσικώς είναι μικρά άρια, ασμάτιον μελωδικό με δυο επαναλήψεις.
Η γραφή της λέξης γίνεται με δυο (τ) λόγω του ότι τα υποκοριστικά στην ιταλική γλώσσα γράφονται με δυο (τ). Για παράδειγμα, Opera – operetta, casa – casetta, povero – poveretto, έτσι και η άρια – αριέττα. Από τους Ζακυνθινούς, λόγω του ότι έχουν και αυτοί παρόμοια ασμάτια, υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η ετυμολογία της αριέττας προέρχεται από την ιταλική λέξη «l’ orecchio», που σημαίνει αυτί. Η λεγόμενη «αρέκια» ήταν άσμα που το οδηγούσε ο πρίμος και οι άλλες φωνές βοηθούμενες με το αυτί το έντυναν αρμονικά, όμως η λέξη αυτή δεν παρουσιάζει καμία ετυμολογική εξέλιξη ως προς τη λέξη αριέττα και δεν πιστοποιείται από κανένα λεξικό ελληνικό ή ιταλικό
-Πώς και πού γεννήθηκαν και παρουσιάστηκαν αυτά τα άσματα της αριέττας;
Μέσα στο περιβάλλον του Ληξουριώτικου τοπίου που εξέθρεψε τον ιδεαλισμό, ήταν φυσικό ο λαός να χαράξει ένα δικό του, παρόμοιο δρόμο προς μια ανώτερη στάση ζωής, που θα τον έβγαζε για λίγο από τη μέριμνα της σκληρής βιοπάλης. Θα του έδινε ψυχαγωγία ποιότητας και, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να εκφραστεί και να δημιουργήσει. Εντάχθηκε λοιπόν από πολύ νωρίς στο ευρύτερο επτανησιακό πνεύμα, υιοθέτησε με τρόπο δημιουργικό ακούσματα από την κοντινή Δύση, συνταίριαξε αυτά με το κυρίαρχο Βυζαντινό μέλος, δίνοντας του απαράμιλλη μελωδική επένδυση και έκανε τη μουσική δεύτερη θρησκεία του, καταφύγιο και ίσως και από τον 16ο ακόμη αιώνα βρήκε στο δικό μας το νησί, και ιδιαιτέρα στο Ληξούρι, μια από τις πιο δυναμικές και δημιουργικές εκφράσεις του! Καρπός και χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής αυτής παράδοσης είναι η αριέττα, ένα πρωτότυπο και ιδιόμορφο πολυφωνικό τραγούδι, που γεννήθηκε στο Ληξούρι.
Με την αριέττα ο Ληξουριώτης εκφράζει σε τόνο ματζόρε, που είναι εύθυμος και ζωηρός, τα ερωτικά του αισθήματα, το ρομαντισμό του, τη νοσταλγική διάθεση, αλλά και καμιά φορά τους κοινωνικούς καημούς που εβίωνε κάθε φορά ή ακόμη, τα καταπιεσμένα εθνικά του φρονήματα. Οι περισσότεροι μουσικολόγοι και συνθέτες όπως ο Σπύρος Σκιαδαρέσης , ο Διονύσιος Λαυράγκας , ο Γεώργιος Σκλάβος και άλλοι, καθώς και ερευνητές της μουσικής λαογραφίας, πιστεύουν ακράδαντα πως γεννήθηκε η αριέττα στο Ληξούρι και από εκεί πέρασε στην υπόλοιπη Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο.
Είναι γεγονός δε, ότι το τραγούδι ταξιδεύει σαν την άμμο με τον αέρα και γίνεται κτήμα πολλών. Έτσι μπολιάστηκαν και μπολιάζονται καθημερινά όλοι οι τόποι και γι’ αυτό συναντούμε κοινά λαογραφικά στοιχεία.
-Από πότε αναφέρεται η λέξη αριέττα με τη σημασία που της δίνουμε ως σήμερα;
Αυτό το θέμα απασχόλησε τους ερευνητές, για να πιστοποιήσουν την παλαιότητα της αριέττας. Έως σήμερα δεν είχε εντοπιστεί καμιά πηγή που να μας παρέχει το πόσο παλιό είναι το όνομα και παράλληλα να εκφράζει την ιδιότητα του.
Στο παρόν κείμενο γράφεται για πρώτη φορά η πηγή που μας μαρτυρεί την παλαιότητα του θέματος. Ο Ληξουριώτης ποιητής Πέτρος Κατσαΐτης έγραψε την Ιφιγένεια (Εν Ληξουρίω) στα 1720. Σε στίχους του Κατσαΐτη διασώζεται η λέξη «αριέττα» και ο ίδιος μας παρέχει μία απ’ αυτές, η οποία αργότερα πέρασε και έγινε πανελλήνιο άσμα με τη μουσική που πιθανόν τραγουδιόταν στην παράσταση του όλου έργου με συνοδεία ταμπουριού
…«Πολλή φωτιά το αμόρε σου μόβαλε στην καρδιά μου
και μιαν αριέττα θα σου ειπώ, πανέμορφη κυρά μου.
*
Έμαθα, κυρά μου, και έχεις
βαρκοπούλα και ψαρεύεις
κι ήρθα να σ’ την αρμπουρίσω
και να την καλαφατίσω»…
Από αυτό το κείμενο πιστοποιείται πως η αριέττες τραγουδιόνταν από πολύ παλιά. Δηλαδή, ήταν ένα είδος τραγουδιού που είχε εδραιωθεί αρκετά καλά και είχε γίνει κτήμα του λαού πριν από το 1700. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναφορά αυτή στην αριέττα είναι η παλαιότερη που έχει έως σήμερα έχει εντοπιστεί.
Σε μια μάζωξη τραγουδιών που έγινε στο Ληξούρι από τους Αδελφούς Ιακωβάτου για λογαριασμό του Μεγάλου Διονυσίου Σολωμού, ο βασικός κορμός της συλλογής αυτής ήταν αριέττες, τις οποίες τις τραγουδούσαν εκείνη την εποχή. Μέσα σε αυτές υπάρχουν αριέττες, ποικίλα δίστιχα και μάλιστα και η λέξη «άρια». Την ίδια περίοδο και ο σατιρικός ποιητής και στοχαστής Ανδρέας Λασκαράτος γίνεται συλλέκτης Δημοτικών ασμάτων και ιδιαίτερα Ληξουριώτικων τραγουδιών. Επίσης σχεδόν ολόκληρο το 19ο αιώνα ζούσε στο Ληξούρι ο μουσουργός Πέτρος Σκαρλάτος , ο οποίος μέσα στο σύνολο των τραγουδιών που μελοποίησε, δημιούργησε και έντεχνες αριέττες, όπως τις αναφέρει, μιμούμενος την παράδοση του τόπου του. Θα πρέπει να ειπωθεί ότι η αριέττες της Κεφαλονιάς δεν μοιάζουν με εκείνες, που ως όρος χρησιμοποιούνται στην κλασική φωνητική μουσική της Δύσης.
Το κεφαλονίτικο δημιούργημα, που είναι προϊόν πολλών παραγόντων, ακολουθεί δική του γραμμή. Βέβαια, ανιχνεύονται στις Ληξουριώτικες αριέττες ήχοι Γρηγοριανοί, έως νεότεροι βυζαντινοί εκκλησιαστικοί, καθώς και της πενταφωνίας της Ηπείρου . Επιπλέον είναι γνωστό ότι σε μελέτη του μουσικολόγου Μάρκου Δραγούμη αναφέρεται μια σημαντική μαρτυρία, πως ο Martini Batista σε επιστολή του προς το μουσικολόγο Charles Bymey, το 1770, αναφέρει ότι άκουσε στα Επτάνησα ήχους πολυφωνικούς που του θύμιζαν μουσική του Palestrina. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τεκμηρίωση του γεγονότος των διαφορετικών και ωραίων μελωδιών του Ληξουρίου, που συνέβη στο πόλη αυτή στα 1864. Δυο μέρες μετά την Ένωση της Επτανήσου με το Ελεύθερο Ελληνικό Βασίλειο την Κυριακή του Τυφλού, 24/5/1864 ήρθαν στο Ληξούρι Έλληνες χωροφύλακες και αφού εκκλησιάστηκαν στον Παντοκράτορα –κατά Γεώργιο Ιακωβάτο «Εξερχόμενοι ακήρυτταν ότι ποτέ, πουθενά, δεν άκουσαν τόσο ωραία λειτουργία».

Οι αριετταδόροι, οι λογγοφόροι, οι τρατολόοι και τα νυχτερινά ακούσματα.
Έχουν σωθεί πολλές αριέττες , τόσο στη γλωσσική τους μορφή, όσο και στη μουσική εκτέλεσή τους και έτσι μπορούμε να έχουμε μια καλή εικόνα για αυτό το αντικείμενο. Βασικά, τις αριέττες τις τραγουδούσαν οι λογγοφόροι και οι τρατολόοι του Ληξουριού και οι περισσότεροι από αυτούς μαζεύονταν στις ταβέρνες, που με το κρασί και τις ελιές, αλλά και την πρέντζα ξετύλιγαν στο πνεύμα τις παρέας τις φωνές τους αμιλλώμενοι για την καλύτερη εκτέλεση του άσματος.

Οι Ληξουριώτικες παρέες περνούσαν από ταβέρνα σε ταβέρνα, που ήταν τα ωδεία της μάθησης και της παραγωγής για τις αριέττες, και το σύνθημα ήταν: «Να πιούν μία και να πουν μία», δηλαδή μια πίντα κρασί και μια αριέττα για να προφτάσουν να κάνουν το νυχτερινό τους σεργιάνι κάτω από τα παράθυρα, στα στραβοκάντουνα και στις ρούγες, εκεί που είχαν κρυφό καημό. Τις τραγουδούσαν όταν η νύχτα προχωρούσε για καλά, άφηναν το μεγάλο μάγκο τση ταβέρνας και με το κρασί στα χείλια τους έπαιρναν σβάρνα τα καντούνια και τις ρούγες για να σταματήσουν κάτω από κάποιο παράθυρο σφαλιστό, όπου έμενε η άκαρδη ή για να κάνουν στάση κάτω από το μότζο φιλικού σπιτιού για να τιμήσουν μουσικά τους ένοικους του, έστω κι αν ξύπναγαν όλους τους γύρω γείτονες στα μαύρα μεσάνυκτα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι του μόχθου και του παλέματος με τα στοιχεία της φύσης ξεγελούσαν τους καημούς τους και τα παθήματά τους δημιουργώντας και αυτοσχεδιάζοντας τέτοια άσματα.
Οι λογγοφόροι έπαιρναν το δρόμο από τα σκοτεινά χαράματα με το κάρο τους για να βρεθούν ξημερώματα στο λόγγο και να κόψουν ξύλα, τα οποία τα πουλούσαν στους φούρνους για να ψένουν ψωμί. Ξεκινούσαν από το Ληξούρι και κατέληγαν στις λαγκαδιές, μα ο δρόμος ατέλειωτος με μοναδική συνοδεία το κρώξιμο της ρόδας του κάρου τους.
Οι περισσότεροι από αυτούς τραγουδούσαν μικρά άσματα αριέττες, που τις εναρμόνιζαν με το μονότονο ήχο του μεταφορικού τους. Κι όπως τελείωνε η αριέττα, προσθέτανε και το «Χάε» για να προχωρά και το ζωντανό του κάρου τους. Ονομαστή περίπτωση από τις πολλές του Κωνσταντή του Κονταρίνη (Μιτζή) , που κάθε φορά καθώς περνούσε από τον Κεχριώνα, τον άκουγαν να τραγουδά πολλές και σπάνιες αριέττες.
Τα μάτια σου είναι κάρβουνο τα χείλη σου κεράσι
και γώ παιδάκι άγουρο που τό ‘χεις ξελογιάσει.
Επίσης και ο Πέτρος Κονταρίνης (Πετροκόκκινος) που το κρασί ποτέ από τα χείλη του δεν έλλειπε, καθώς ήταν σαν παντζάρι τα μάγουλά του έλεγε ασταμάτητα αριέττες του κρασιού.
Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στον τοίχο
κινάω να πάω σπίτι μου την πόρτα δεν τη βρίσκω.
Κρίμα που όλες αυτές οι αριέττες με διαφορετική μελωδία δεν ηχογραφήθηκαν για να μείνουν στην ιστορία…
Σώζεται όμως παλιό βιβλιαράκι στιχουργικής καταγραφής με αριέττες 1839-40 , μα και πιο παλιές που τραγουδούσαν στο Ληξούρι και στην Κατωγή, αριέττες τις σταφίδας και του μεροκάματου. Καθώς τα βράδια του καλοκαιριού, ύστερα από μέρα κουραστική του θερίσματος, του τρύγου ή του αλωνίσματος και άλλων τέτοιων εργασιών, ξεσπούσαν σε αριέττες και άλλα τραγούδια ως διασκέδαση.
Συγχρόνως τραγουδούσαν τον κόπο τους και τον αγώνα τους. Τραγουδούσαν τον εργατικό και τον ερωτικό καημό τους.
Πέρδικα της ακρογιαλιάς που μάρανες το αηδόνι
και τόκανες να περπατεί τις νύκτες να μαργώνει
Στην περίπτωση αυτή το αηδόνι είναι ο τραγουδιστής και η πέρδικα η κοπελιά που πίσω από το παράθυρο λαχτάριζε το φιλί. Κι’ άλλοι στίχοι από μια αριέττα του Αθανασίου Σταθάτου δείχνουν μιας άλλης εποχής νοοτροπία και κοινωνικές καταστάσεις.
Σε γλέπω που αφουγκράζεσαι αυτό που τραγουδάω
και λαχταρίζεις το φιλί, γι’ αυτό λιγοθυμάω.
Οι στίχοι της αριέττας
Οι απλοϊκοί άνθρωποι του λαού που τραγουδούσαν αριέττες στις ταβέρνες ή στα καντούνια του Ληξουριού, ακολουθούσαν τετράστιχα με έντονο παθητικό περιεχόμενο, θέλοντας να εκφράσουν με αυτά τον ερωτικό καημό ή θαυμασμό τους προς το ωραίο φύλο ή για να στηλιτεύσουν τη σκληράδα της γυναικείας ψυχής, που δεν καταδεχόταν ν’ ανταποκριθεί στα φλογερά τους αισθήματα. Τους στίχους της αριέττας όπως και της επτανησιακής καντάδας τα λόγια χαρακτήριζε η αβρότητα, ο ρομαντισμός , η περιπάθεια, ακόμη και η λυρική διάθεση, στοιχεία που τους έκαναν εύκολα να ξεχωρίζουν από τα στιχουργήματα άλλων περιοχών του ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα οι Κρητικές μαντινάδες που οι περισσότερες απ’ έχουν πνεύμα περιπαιχτικό και κυριαρχούνται από μια τάση λιγότερη τρυφερή,, πιο ορμητική όμως και πιο παλικαρίσια Με βάση το ποιητικό κείμενο μπορούμε σήμερα να ξεχωρίσουμε τις αριέττες σε «ερωτικές», «σε αριέττες τση ρούγας», «τση ταβέρνας», «σε ειρωνικές» και «παιχνιδιάρικες». Αριέττες όπως «Σαν το ρόδο», «τα μακαρούνια», «Της Μπαρμπαριάς τα κύματα», «Δαχτυλιδόπλεκτα», «Αψηλό μου κυπαρίσσι», «Τζατζαμινιά μου» και πλήθος άλλες, έχουν μείνει ονομαστές και σιγοτραγουδιόνται ακόμη.
Οι φωνές και οι τρόποι του τραγουδιού της αριέττας
Αρχικά η δομή τις αριέττας φαίνεται πως ήταν τρίφωνη, χωρίς συνοδεία κιθάρας. Αργότερα όμως εξελίχθηκε σε τετράφωνη με την προσθήκη μιας ακόμη φωνής, της λεγόμενης τρίτης (Τέρτσα), που ήταν ωστόσο σπάνια και δυσεύρετη ακόμη και στο δικό μας τόπο.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα που είχε η αριέττα και που την ξεχώριζε από την απλή καντάδα, ήταν πως κατά κανόνα την άρχιζε μοναχός του ο πρίμος, που έπρεπε να είναι δεξιοτέχνης στο είδος, να διαθέτει ψηλή, κυματιστή, λαγάρια φωνή και ξεκινώντας τα πρώτα λόγια του τραγουδιού, ν’ αρχίσει πάνω σ’ αυτά φωνητικές περίπλοκες δαντέλες, περίτεχνα ανεβάσματα και κατεβάσματα, που να φθάνουν, καμιά φορά, μέχρι την πιο ψηλή περιοχή του πενταγράμμου. Κι όσο αυτός συνεχίζει τις τρίλιες του και τα φωνητικά γυμνάσματά του, όλοι οι άλλοι της παρέας να τον παρακολουθούν άφωνοι, με κρατημένη την ανάσα, για να μπουν στο τραγούδι όλοι μαζί την κατάλληλη στιγμή και να ντύσουν την ακουστική γύμνια του πρίμου με τη γλυκύτητα που δίνουν οι δικές τους φωνές.
Τα σεγόντα, τα μπάσα, τα πρίμα, τα τέρτσα, το απάνω σεγόντο που φυσικά το ήθελαν κάποιες αριέττες, σμίγουν σ’ ένα αρμονικό συνταίριασμα, για να δώσουν την άφατη εκείνη μελωδία της αριέττας. Σύντομα όμως σωπαίνουν όλοι δια μιας κι αφήνουν τον πρίμο να ξαναπάρει μόνος του για λίγο το τραγούδι, για να συνεχίσουν έτσι έως το τέλος ετούτη τη μυσταγωγία.
Δεν υπάρχει ομοιομορφία σε τούτες τις εναλλαγές, ούτε έχουμε τυποποίηση στου πρίμου τις φιγούρες, γι’ αυτό οι αριέττες εμφανίζουν απίθανη ποικιλία στη μουσική και την εκτέλεσή τους. Πολλές φορές, σε μία και την ίδια, έχουμε τεχνικές παραλλαγές, που οφείλονται πάντα στου πρίμου τη δεξιότητα και τη δική του μαεστρία.
Συγκεκριμένα μετά την πρώτη (τενοράλε φωνή) και τη δεύτερη (του σεκόντου), η τρίτη φωνή (τέρτσα) είναι λεπτή και χωηρή όχι όμως ψευτοφωνή, ταιριάζει κάτω από το σεκόντο και όπως έλεγαν οι παλιοί τραγουδιστές του Ληξουρίου «δούλευε σε μεσοφωνίες».
Σύμφωνα με τον τενόρο τραγουδιστή αριετταδόρο του Ληξουρίου, Θανάση Σταθάτο «Όπου το πρίμο κρατούσε το χρόνο του τραγουδιού(της νότας) η τέρτσα έκανε «βόλτα» δηλαδή μουσικό γύρισμα.
Είναι δε η τέρτσα φωνή δύσκολη, και πρέπει να την πιάσει «με αντίληψη» ο τραγουδιστής. Η φωνή της τέρτσα πρέπει να κινείται ελεύθερα, με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί ευχάριστο μουσικό άκουσμα στη σχέση της με τις άλλες φωνές.
Είναι φωνή που σπανίζει και θέλει ιδιαίτερη μαεστρία. Η ποιότητα της φωνής πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να ξεχωρίζει μέσα στο τραγούδι της αριέττας.
Υπάρχει κι άλλος τρόπος τραγουδιού, σε ορισμένες αριέττες, που σήμερα έχει ξεχαστεί εντελώς. Πρόκειται για το «επάνω σεκόντο» μια μουσική τρίτη επάνω από το πρίμο. Είναι φωνή, που αναπληρώνει το αρχικό πρίμο, δηλαδή αρχίζει να τραγουδάει πρώτος ο πρίμος, σε κάποιο σημείο πέφτει σε σεκόντο κι από το σημείο αυτό άλλη φωνή αναπληρώνει το πρίμο και αυτή η φωνή λέγεται πρακτικά πάνω σεκόντο.
Αυτό το φαινόμενο με «απάνω σεκόντο» δεν παρουσιάζεται σε όλες τις αριέττες, αλλα στις περισσότερες όπως π.χ. στις : «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα», «Πέρδικα τση ακρογιαλιάς», «Της Καρμανιόλας το νερό».
Θα πρέπει να τονιστεί πως, την πρώτη καταγραφή από αριέττες σε μουσικό κείμενο την έκανε ο Νικόλαος Τσιλίφης το 1930, παρόλο που αυτή η καταγραφή δε σώθηκε στην ολότητά της παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Επίσης, σπουδαία καταγραφή πραγματοποίησε ο υπέροχος μουσικολόγος και μελετητής της ελληνικής μουσικής, ο Κεφαλονίτης Σπύρος Σκιαδαρέσης , που και θεωρητικά ήταν ο πρώτος που πήρε σοβαρά και μελέτησε το θέμα της αριέττας και της λαϊκής καντάδας του νησιού μας. Ανεπιφύλακτα αλλά και κριτικά θα σταθούμε στο αξιόλογο έργο του Κεφαλονίτη μουσουργού Αργύρη Κουνάδη , ο οποίος δοθείσης της ευκαιρίας του γυρίσματος στα 1951 της κινηματογραφικής ταινίας «Το κλειδί της Ευτυχίας», ήλθε στο Ληξούρι και κατέγραψε αριετταδόρους. Αργότερα, το υλικό αυτό το «διασκεύασε» και με νέες ερμηνείες το έδωσε πίσω στο νησί και στη δισκογραφία. Είναι αλήθεια πως η υπέροχη αυτή δουλειά του Κουνάδη είναι σεβαστή, άψογή και ερμηνευτικά μοναδική. Γι’ αυτό το λόγο, του χρωστάμε όλοι εμείς οι Κεφαλονίτες ένα μεγάλο ευχαριστώ. Παρ’ όλα αυτά, χωρίς να μειώνεται η δουλειά του, οδήγησε την αριέττα στα δικά του κάπως έντεχνα μονοπάτια και εμείς έως τα σήμερα τραγουδάμε σε εκείνο το ύφος που αυτός μας έδωσε δισκογραφικά. Παρέσυρε δε και άλλους μουσικοσυνθέτες, που αναμφισβήτητα και αυτοί προσφέρανε και προσφέρουν τα μέγιστα στη μουσική παράδοση του τόπου.

Το γνήσιο άκουσμα και η παλιά ερμηνεία έχουν χαθεί οριστικά. Δυστυχώς, οι παράγοντες που συνετέλεσαν για αυτή την αλλαγή και τη λήθη είναι πολλοί. Μακάρι να θυμηθούμε τα πλούσια και ποικιλόμορφα ακούσματα της αριέττας, για να επανακτήσουμε τη χαμένη μουσική μας ταυτότητα. Στον αντίποδα αυτής της του λαογραφικής αναζήτησης και του φωνητικού τρόπου τεκμηρίωσης στέκεται το μουσικό ύφος που έχει σωθεί από το Ωδικό Συγκρότημα του Αθανασίου Σταθάτου μέσα από τους δυο ψηφιακούς δίσκους ακτίνας, υλικό που διέσωσε ο υπογράφον το άρθρο και εκδόθηκαν το 1997 και 2001 αντίστοιχα.

Ληξουριώτες Τραγουδιστές
Οι κανταδόροι του Ληξουρίου που διακρίθηκαν κατά καιρούς στην αριέττα , είναι δύσκολο να χωρέσουν στο κείμενο αυτό, μ’ ένα κατάλογο ονομάτων. Ωστόσο, έχουμε υποχρέωση ν’ αναφερθούμε στους πιο σημαντικούς απ’ αυτούς γιατί η θύμηση τους ακόμη παραμένει στον τόπο και γιατί τα ονόματά τους ή πολλές φορές τα παρατσούκλια τους είναι ένα σημαντικό κομμάτι από τη μουσική ιστορία του Ληξουρίου. Από το 1900 έως και το 1990 μπορούμε να καταγράψουμε τους παρακάτω:
Πρίμοι: Σπύρος Τζανιάκος, Τζώρτζης Τζανιάκος, Διονύσης Πρόντζας (Μπρούντζος), Γεράσιμος Μηνιάτης (Κατσάνης), Αλέξανδρος Κούγιος, Γεράσιμος Κεφαλάς (Τσάφος), Κωνσταντής Μοσχονάς (Κατσιπάνης), Γιώργος Μαζαράκης (Πιτουράς-Γόμπος), Γιάννης Μπερδεμπές, Παναγής Μπερδεμπές, Γιάννης Πασχάλης (Κάρλος), Μπάμπης Κουταβάς, Κωνσταντής Κονταρίνης(Μιντζής), Δημοσθένης Μηνιάτης (Κατσάνης), Ο Γληγόρης ο Ρουμπινούλας, Σπύρος Τσαλίκος.
Σεκόντοι: Ευθύμιος Λουκέρης, Αλέξανδρος Λουκέρης, Γιωργομπάμπης Κούρτελης, Νικόλαος Καμήλος, Ο Γεράσιμος Παρίσης (Καλαμπάλευρος), Γιάννης Μαρκαντωνάτος, Γιώργος Γραικούσης, ο «Πατάτας», ο «Ξυνόπατος». Οι τελευταίοι , που δεν γνωρίζω τα πραγματικά τους ονόματα, μαζί με τον Παναγή Τριμπούκη, ήταν μαθητές του τροβαδούρου Τζώρτζη Δελλαπόρτα, ήξεραν καλά τα τραγούδια του και τα τραγουδούσαν με άλλους Ληξουριώτες στην Αθήνα, όταν τελικά εγκαταστάθηκαν, όπως ο Γιώργος Περλιγκής κι ο Μίμης Αυλάμης.
Τέρτσοι : Παναγής Τριμπούκης, Ανδρέας Γιουλάτος (Λιοπύρης) και οι δυο ήταν μαθητές του Τζώρτζη Δελλαπόρτα.
Μπάσοι: Γεράσιμος Ανδρίτσης (Μενεγούτσος) μπασοβαρύτονος, Παναγής Λαχασάνιας ο οποίος είχε δυνατό και τεράστιο μπάσο, Αλέκος Τσίκλης, Γεράσιμος Τσίκλης, ο οποίος έκανε και αξιόλογη χορωδία στην Πάτρα. Παύλος Μηνιάτης, Σπύρος Λουκέρης (ο φούρναρης), Παναγής Σταθάτος (Καραπάνος), Γεράσιμος Δαμουλιάνος (Μπούτουνας).
Μέσα σ’ αυτήν την πολυφωνία του 20ου αιώνα, μια άλλη πληθώρα από τραγουδιστές εσυνέχισαν την παράδοση και μετά τους σεισμούς του 1953.
Αυτοί είναι:
Πρίμοι: Αθανάσιος Σταθάτος, με μεγάλη έκταση φωνής, Χριστάγγελος Καμήλος, Λιας Μηνιάτης (Κατσάνης) μουσικός, Σαράντης Σταθάτος, Άγγελος Λυκούδης(Τσαλίκος), Σταύρος Συνοδινός, Νιόνιος Φαβατάς (Μπότσας), Παναγής Ρατσιάτος (Ράτσιος), Παναγής Λεγάτος, Αντώνης Μοσχονάς (Κατσιπάνος),Γεράσιμος Δρακόπουλος (αδελφός του Θωμά), Γρηγοράκηςς Παπαδάτος, Μπαμπίνος Σκιαδάρέσης, Μικελάκης Λυκούδης, Απόστολος Αλιβιζάτος (Λατσής).
Σεκόντοι : Τζώρτζης Δελλαπόρτας, εγγονός του μουσικο-τροβαδούρου Τζώρτζη Δελλαπόρτα, Μίμης Αυλάμης, Σάββας Μαρκέτος (Γαμάς), Βαγγέλης Καμήλος, Σπύρος Έρτσος, Αντώνης Έρτσος, Μπάμπης Αντωνέλος, Σπύρος Αλεξανδρόπουλος (Καραπατάλης), Φανούρης Βουτσινάς, Μπάμπης Πιτσινής, Νικόλαος Βασιλάτος, Έκτορας Καμινάρης (Λάκουρας) ο οποίος έκανε τέρτσα, Γεράσιμος Πυλαρινός (Βιτιόντος) μουσικός, Γιώργος Βεντούρας, Μπάμπης Διον. Μεσσάρης, Νιόνιος Πατάτας, Ναπολέων Λοβέρδος, Ζήσιμος Κομητόπουλος.
Βαρύτονοι: Αλέκος Καμινάρης (κουρέας), Φανούρης Μηνιάτης (Κατσάνης), Γεράσιμος Δαμουλιάνος (Στραβοδαμουλιάνος), Σπύρος Καμήλος, Σπύρος Ραυτόπουλος (κουρέας), Γεράσιμος Βασιλάτος (κουρέας), Γιώργος Πυλαρινός (γιατρός), Σπύρος Αραβαντινός –Μαλλιώρης πολλές φορές έκανε και σεκόντο, Νικόλαος Φαμπρίτσης (κιθαρίστας), Χαράλαμπος Βεντούρας.
Μπάσοι: Γεράσιμος Περάτης, Γιώργος Περλίγκης, Παναγής Περάτης, Σπύρος Ρουσέλος- Αραβαντινός (Παπόρος), Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Νικόλαος Σφαέλος,
Λιας Μηνιάτης (Κατσάνης), Απόστολος Μουρελάτος, Παναγής Μαρούλης, Ευθύμιος Μοσχόπουλος (δάσκαλος), Μίμης Δρακόπουλος (μουσικός- μαέστρος), Νικόλαος Ποταμιάνος (Κουτσονικολός), Λιβιεράτος Σταύρος (Μπουρδέτας), Νικόλαος Σαβράμης.
Η λαϊκή καντάδα
Η λαϊκή καντάδα είναι η συνέχεια της αριέττα με εμφανή τη διαφορά του τρόπου εκτέλεσης του άσματος. Δηλαδή ξεκινούν φωνητικά όλες οι φωνές μαζί και καταλήγουν μαζί, χωρίς να κάνουν στο τέλος κορώνα ή άλλη δυνατή κατάληξη
Δεν απομακρύνεται η λαϊκή καντάδα από την αριέττα, απλά στερεί στον καλλίφωνο πρίμο να κάνει το εντυπωσιακό σόλο ανέβασμα της φωνής του και να οδηγήσει τους υπόλοιπους ώστε να τον πλαισιώσουν αρμονικά. Θα λέγαμε πως ο τύπος της λαϊκής καντάδας παρουσιάζεται σαν καταλαγιασμένη αριέττα. Η μελωδία της λαϊκής καντάδας στην Κεφαλονιά έχει χαρακτήρα ποικίλο, οι φωνές κινούνται με άνεση και πρωτοτυπία. Κατά το πλείστον τραγουδιούνται στο «sol» ή και «si ματζόρε» και σπάνια στον ελάσσονα τρόπο, γιατί ο ελάσσων είναι μελαγχολικός και δεν εκφράζει τον εύθυμο Ληξουριώτη. Όπως γράφει ο αείμνηστος Διονύσιος Λαυράγκας ή καντάδα ήταν αργή, γεμάτη από κορώνες και η φωνή που κρατούσε τον ρόλο της πέμπτης εκτελούσε διάφορα φωνοκυλίσματα, που είχαν ως βάση την Πέμπτη.
Έντεχνη καντάδα
Στην πορεία του χρόνου οι αριέττες, κυρίως όμως οι λαϊκές καντάδες «μεταμορφώθηκαν» σε έντεχνες καντάδες, δηλαδή άσματα πολυφωνικά που είχαν επώνυμους στιχουργούς και μελοποιούς. Πολλοί Επτανήσιοι μουσικοσυνθέτες που είχαν σπουδάσει στις μουσικές σχολές και ωδεία της Ιταλία, ερχόμενοι πίσω στον τόπο τους συνέθεσαν άσματα πάνω σε στίχους ποιητών μιμούμενοι μουσικά το ύφος της λαϊκής καντάδας. Αυτή η παραγωγή τους βασίστηκε στους κανόνες της καθαρής Ευρωπαϊκής τετραφωνίας, σχηματίζοντας στο τέλος του άσματος τον επιβλητικό τρόπο κατάληξης των φωνών, τη λεγόμενη κορώνα. Τα κανταδόρικα άσματα αυτά συνδέονται αναπόσπαστα με την ιστορία των ελληνικών τραγουδιών, αφού είναι ένα είδος λαϊκού αστικού τραγουδιού που γεννήθηκε στα Επτάνησα και φαίνεται να πέρασε στην Ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ένωση της με τα Επτάνησα το 1863 . Αυτά τα άσματα διαδόθηκαν πολύ σύντομα και αγαπήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα περισσότερα αστικά κέντρα Το όνομα της καντάδας προέρχεται από το ιταλικό ρήμα “cantare” που σημαίνει τραγουδώ και αυτό με τη σειρά του πηγάζει ετυμολογικά από το αρχαίο ελληνικό άδω- τραγουδώ.
Το μουσικό ύφος της καντάδας το προδίδει η μουσική των Επτανήσων που επηρεάστηκε άμεσα από τη γειτονική Ιταλία, αλλά απέκτησε το δικό της χρώμα και ταυτότητα. Δεν είναι λίγες οι καντάδες που δημιουργήθηκαν από συνθέτες της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, ιδίως από τους Κεφαλονίτες όπως: Γεώργιος Λαμπίρης, Νικόλαος Τζανής Μεταξάς, Πέτρος; Σκαρλάτος, Διονύσιος Λαυράγκας, Σπύρος Μαρκάτος (Φούρας), Νικόλαος Τσιλίφη, Φώτης Αλέπορος Διονύσης Αποστολάτος, και πολλοί άλλοι που μελοποίησαν στίχους που γράφτηκαν από πολλούς γνωστούς ποιητές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Διονύσιος Σολωμός. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες που δυστυχώς δεν γνωρίζουμε από ποιους γράφτηκαν.
Τα μουσικά όργανα που συνοδεύουν τις καντάδες είναι συνήθως η κιθάρα και το μαντολίνο, ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς συνοδεία οργάνων. Χαρακτηρίζονται από τη δυτική πολυφωνία τύπου πρίμο – σεκόντο – μπάσο και η κάθε φωνή εκτελείται από πολλά πρόσωπα και όχι σόλο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από την επτανησιακή καντάδα που αναφέρθηκε με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της το λαϊκό στοιχείο, υπάρχει και η αθηναϊκή καντάδα με πιο λόγιο χαρακτήρα με αρκετούς εκπροσώπους ρομαντικούς αθηναίους ποιητές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ο Γεώργιος Δροσίνης, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και ο Ιωάννης Πολέμης.
Μέχρι περίπου το 1940 και πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η καντάδα αποτέλεσε συνήθεια για τους νέους άντρες να περπατούν στις γειτονιές τα βράδια και να τραγουδούν κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους, εκφράζοντας μελωδικά κι ευχάριστα τα συναισθήματά τους. Έτσι καθιερώθηκε η έκφραση:
Τα τραγούδια που χρησιμοποιούσαν στις καντάδες αντηχούσαν πάντα με το ίδιο θέμα: αγάπη, λουλούδια, φυσική ομορφιά, τη θάλασσα και την ομορφιά της ζωής, ενώ πολύ σπάνια ανέφεραν αρρώστιες, θάνατο ή διαμάχη για τη ζωή.
Το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, προμηνύει και το τέλος της καντάδας. Η διάθεση του κόσμου πλέον αλλάζει και η καντάδα περνάει στο παρελθόν. Στις ταβέρνες υπήρχαν ακόμη μερικά απομεινάρια καντάδας αλλά με πολύ λίγους κιθαρίστες που έπαιζαν στις παρέες, αλλά ακόμη κι εκεί ο κόσμος άρχισε να ζητάει περισσότερο μουσική. Έτσι, η πολιτιστική τέχνη της καντάδας άρχισε σταδιακά να ξεχνιέται.
-1. Σκιαδαρέσης Σπύρος, Αριέττα και Καντάδα, Περιοδικό «Ηώς» τευχ. 58-60, 1962.
-2. O.π.
-3. Λαυράγκας Διονύσιος, Η καντάδα και το λαϊκό τραγούδι της Επτανήσου, περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, 15 /5/ 1951, σελ. 79
- 4. Σκλάβος Γεώργιος, Η μουσική στην Επτάνησο. περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, 1961, σελ. 761.
-5. Κατσαΐτης Πέτρος, Ιφιγένεια (Εν Ληξουρίω), επιμέλεια Σπύρου Ευαγγελάτου, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, σελ. 123.
-6. Το άσμα αυτό υιοθετήθηκε αυθαίρετα από τους Ζακυνθινούς τα τελευταία χρόνια, πιστεύοντας ως είναι ζακυνθινής προέλευσης, απεναντίας είναι γνωστό πανελληνίως.
-7. Καλογηροπούλου Βαρβάρα – Μεταλληνού, Ληξουριώτικα Χειρόγραφα,
-8. Βλ. Ανδρέας Λασκαράτος Δημοτικά Τραγούδια και Εθνικά Μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι- Κεφαλληνίας- Επαρχίας Πάλης τους 1842, εκδοτική επιμέλεια –εισαγωγικά κείμενα :Γιάννης Παπακώστας- Παντελής Μπουκουβάλας, εκδόσεις Άγρα 2016.
-9. Βλ. Ραυτόπουλος Γεώργιος, Πέτρος Σκαρλάτος, εκδόσεις Αλκυών και Μουσικής Εταιρείας «Διονύσης Λαυράγκας» 1999.- Δραγούμης Μάρκος, Η Δυτικίζουσα εκκλησιαστική μουσική στην Κρήτη και τα Επτάνησα, Περιοδικό Λαογραφία Λ.Α., τεύχος -31, Αθήνα 1978, σελ. 275.
-11. Μεταλληνός Γεώργιος, Πολιτική Θεολογία. Αθήνα, σελ 329.
-12. Έχουν σωθεί σε ηχογραφήσεις πάνω από 300 αριέττες του Ληξουριού, οι περισσότερες άγνωστες, από τον Αθανάσιο Σταθάτο, τελευταίο παλιό αριετταδόρο και τραγουδιστή του Ληξουριού.
-13. Έχει σωθεί στο στιχουργικό κείμενό τους πολλές αριέττες που τραγουδούσε αυτός ο παλιός τραγουδιστής.
- Βλ. για περισσότερα το μικρό ένθετο του Ψηφιακού Δίσκου με τίτλο, Ληξουριώτικες Αριέττες και Καντάδες, επιμέλεια Γερασίμου Σωτ. Γαλανού, έκδοση Δ.Ε.Κ.Π.Α. Δήμου Παλικής 2001.
- Πιθανόν να είναι το δεύτερο μικρό βιβλιαράκι σημείωμα του Ανδρέα Λασκαράτου όταν έκανε καταγραφές τραγουδιών στο Ληξούρι. Το χειρόγραφο φυλάσσεται στο Αρχείο Γερασίμου Σωτ. Γαλανού.
-16. Καλογηροπούλου Βαρβάρα – Μεταλληνού, Ληξουριώτικα Χειρόγραφα
-17. Μια από τις πιο παλιές αριέττες, η οποία για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε στον Ψηφιακό Δίσκο με τίτλο, Η καντάδα και η αριέττα στο Ληξούρι, 1997, επιμέλεια Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός, έκδοση Δ.Ε.Κ.Π.Α. Δήμου Παλικής.
-18. Ο Αθανάσιος Σταθάτος είχε στο Ληξούρι Ωδικό Όμιλο, που τραγουδούσε τα γνήσια Ληξουριώτικα άσματα, κυρίως τραγούδια του Τζώρτζη Δελλαπόρτα και αριέττες
-19. Ο Νικόλαος Τσιλίφης ήταν σπουδαίος μαέστρος και δημιουργός χορωδιών και άφησε αξιόλογο δισκογραφικό έργο για τις καντάδες και τα άλλα επτανησιακά άσματα. Από τη μουσική καταγραφή που έκανε για τις αριέττες, μέρος της βρίσκεται στο Αρχείο Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού. Βλ. «Λόγια Κεφαλληνιακή Μούσα» των Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού και Λαμπρογιάννης Π. Πεφάνη, τ.Α΄, 2015 και τ. Β΄ 2016, έκδοση του ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ, Τμήμα τεχνολογίας Ήχου και Μουσικών Οργάνων με έδρα το Ληξούρι.
- Ο Σπύρος Σκιαδαρέσης, στις αρχές του 1950, πραγματοποίησε καταγραφές δημοτικών και λαϊκών ασμάτων του νησιού μας.
-21. Κατόπιν επικοινωνίας με τον Αργύρη Κουνάδη μου απέστειλε φάκελλο με όλη αυτή την υπέροχη εργασία του και με παρότρυνε να εκδώσω το 1997 ψηφιακό δίσκο ακτίνας με Ληξουριώτικες αριέττες.
- Λαυράγκας Διονύσιος. Η Επτανησιακή καντάδα, Ποικίλη Στοά, Α΄ τ. ΙΔ΄ Αθήναι. σ.σ. 243-244
- Μουσικό Ανθολόγιο (Α-ΣΤ Δημοτικού), 04.Καντάδες και παλαιότερα ελαφρά τραγούδια, (σελ.58).
-24. Βλ. Ελληνικό- λατινικό λεξικό.
-25 . Μουσικό Ανθολόγιο (Α-ΣΤ Δημοτικού), 04.Καντάδες και παλαιότερα ελαφρά τραγούδια, (σελ.58).
- Δραγούμης Μάρκος, Η Δυτικίζουσα εκκλησιαστική μουσική στην Κρήτη και τα Επτάνησα, Περιοδικό Λαογραφία Λ.Α., τεύχος -31, Αθήνα 1978, σελ. 275.