Με τις εξελίξεις στις τουριστικές εισπράξεις και στις εξαγωγές είναι δύσκολο να κρατηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης πάνω από το 2%.
Δύσκολα θα επιτευχθούν οι στόχοι για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος, παρόλο που το υπουργείο Οικονομικών έχει κατεβάσει τον αρχικό πήχη, όπως φαίνεται από τα στοιχεία για τις εξαγωγές και τα έσοδα από τον τουρισμό που ανακοινώθηκαν τις τελευταίες ημέρες.
Το iΕidiseis είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή με βάση τα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου, όταν στα μέσα Αυγούστου έγραφε: «Τίτλοι τέλους για το μύθο του “οικονομικού θαύματος” – τουρισμός, εξαγωγές και ξένες επενδύσεις δείχνουν κόπωση και επιβράδυνση».
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΚΚΥΛΙΑ ΕΠΕ
Τα στοιχεία για τον μήνα Ιούλιο που ανακοινώθηκαν χθες, επιβεβαίωσαν ότι οι τουριστικές εισπράξεις μειώθηκαν τον φετινό Ιούλιο σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρσι.
Αυτό συνέβη επειδή οι εισπράξεις μειώθηκαν (κατά 4,4%) παρότι οι αφίξεις αυξήθηκαν (κατά 4,1%) .
Και είναι ανησυχητικό διότι καταγράφεται μείωση της δαπάνης ανά ταξιδιώτη.
Η Ελλάδα εισέπραξε τον περασμένο Ιούλιο κατά μέσο όρο 608 ευρώ ανά ταξιδιώτη, έναντι 668 ευρώ τον Ιούλιο του 2023 και 670 ευρώ τον Ιούλιο του 2022.
Η τάση αυτή θα έπρεπε να θορυβήσει την κυβέρνηση και τους τουριστικούς παράγοντες, διότι δείχνει ότι το τουριστικό προϊόν υποβαθμίζεται, αντί να αναβαθμίζεται και οδηγεί σε όλο και πιο μαζικό τουρισμό.
Αυτό είναι πρόβλημα διότι αρχίζουν και στη χώρα μας να καταγράφονται οι πρώτες ενδείξεις υπερ-τουρισμού, όχι τόσο διότι το πλήθος των επισκεπτών είναι μεγάλο, αφού η χώρα μας βρίσκεται ακόμα χαμηλά σε σχέση με άλλες, αλλά επειδή οι υποδομές είναι ανύπαρκτες.
Μέτρα κυβερνητικά απλά δεν υπάρχουν, πέρα από αποσπασματικές και άκαιρες παρεμβάσεις. Όπως ο περιορισμός του airbnb σε κάποιες περιοχές με το πρόσχημα της στεγαστικής πολιτικής, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια υποχώρηση στο λόμπι των μεγαλοξενοδόχων οι οποίοι πιέζουν καιρό εναντίον των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Οι τελευταίοι ζητούν μείωση διαθέσιμων κλινών από τις πλατφόρμες για να μειωθεί η προσφορά και να μπορέσουν να ανεβάσουν τις τιμές και διακινούν την άποψη ότι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ευθύνονται για τη μείωση της δαπάνης των τουριστών, ενώ στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο.
Είναι τα all inclusive και άλλα ξενοδοχεία που μαντρώνουν τους επισκέπτες με «βραχιολάκια» και καταναλώνουν προϊόντα που εισάγονται απευθείας από το εξωτερικό μέσω εξειδικευμένων προμηθευτών. Αντίθετα το airbnb οδήγησε σε οικιστική και τουριστική αναβάθμιση περιοχών που ήταν σε παρακμή, ειδικά στην Αθήνα.
Όπως και να’χει το φρένο στα τουριστικά έσοδα τον Ιούλιο είναι κακά μαντάτα για την οικονομία συνολικά, διότι ο τουρισμός είναι μια από τις βασικές στηρίξεις του ελληνικού ΑΕΠ και το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου παράγεται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων.
Φρένο και στις εξαγωγές
Ένα άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να στηρίξει το ΑΕΠ είναι οι εξαγωγές, αλλά και εκεί οι εξελίξεις είναι ανησυχητικές, διότι στο πρώτο επτάμηνο του 2024 οι εξαγωγές μειώθηκαν (-1,3%), ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν (+4,1%) με αποτέλεσμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο με το εξωτερικό να μεγαλώσει.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται και στο φρενάρισμα των ευρωπαϊκών οικονομιών, οι οποίες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών και δείχνει ότι πιθανόν ούτε από την πλευρά αυτή δεν θα υπάρξει στήριξη στην παραγωγή του φετινού ΑΕΠ.
Δείχνουν όμως ότι η ελληνική οικονομία παραμένει μη ανταγωνιστική καθώς οι εξαγωγές βρίσκονται διαχρονικά σε χαμηλά επίπεδα, σε ποσοστό του ΑΕΠ γύρω στο 49% μαζί με τον τουρισμό (και ο τουρισμός θεωρείται εξαγωγή προϊόντος που καταναλώνεται εγχωρίως), ενώ χωρίς τον τουρισμό οι εξαγωγές αγαθών αντιστοιχούν περίπου στο 27%.
Το τραγικό είναι ότι και οι εξαγωγές συμβάλλουν στην αύξηση των εισαγωγών, αφού για την παραγωγή των εξαγόμενων προϊόντων χρησιμοποιούνται ενδιάμεσα αγαθά και πρώτες ύλες που… εισάγονται από το εξωτερικό. Καθώς μάλιστα οι δαπάνες των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και η κατανάλωση αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού ΑΕΠ (γύρω στο 70%), κάθε αύξηση του εθνικού εισοδήματος φέρνει και αύξηση των εισαγωγών.
Η διαχρονική αυτή παθογένεια της ελληνικής οικονομίας σημαίνει ότι η ελληνική οικονομική δραστηριότητα τροφοδοτεί εισοδήματα, κέρδη και θέσεις απασχόλησης στο εξωτερικό.
Δύσκολα με τα δεδομένα αυτά ο δείκτης οικονομικής ανάπτυξης θα πιάσει τον φιλόδοξο στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό για αύξηση του ΑΕΠ, του «εθνικού τζίρου», κατά 2,9% φέτος, αλλά ούτε και το 2,5% που είναι πλέον ο χαμηλότερος στόχος του οικονομικού επιτελείου.
Όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι ο δείκτης αύξησης του ΑΕΠ θα πέσει χαμηλότερα φέτος, με εκείνην του ΚΕΠΕ να κάνει λόγο για ανάπτυξη μολις 1,9% το 2024. Ο ΟΟΣΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν προβλέψει 2%, ενώ η Κομισιόν και η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπουν 2,2%.
Με τις εξελίξεις αυτές στις τουριστικές εισπράξεις και στις εξαγωγές και εάν οι τάσεις δεν αλλάξουν έως το τέλος του χρόνου, φαίνεται πολύ δύσκολο να κρατηθεί ο ρυθμός ανάπτυξης πάνω από το 2%.
Όπως και να’χει οι οικονομικές εξελίξεις αυτές διαψεύδουν το κυβερνητικό αφήγημα περί «μεταρρυθμίσεων που στηρίζουν την ισχυρή ανάπτυξη», αφού φαίνεται πλέον καθαρά ότι το «θαύμα» της αύξησης του ΑΕΠ κατά 8,4% το 2021 και κατά 6,1%το 2022, έγινε με τα λεφτά της πανδημίας- ανω των 40 δισ. Ευρώ- και η «φόρα» που είχε πάρει η ελληνική οικονομία χάρη σε αυτά έχει πλέον τελειώσει.