Πηγαίνοντας στη συγκέντρωση για να σταθώ δίπλα στον Πάνο Ρούτσι ένιωσα βαθιά απελπισία. Τι σόι Δημοκρατία έχουμε όταν ένας πατέρας πρέπει να υπερασπιστεί με τη ζωή του το δικαίωμά του να μάθει την αλήθεια για το παιδί του; Πώς επιτρέπουμε σε παλιανθρώπους να μας κυβερνάνε;
Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι ήταν εκεί: νέοι άντρες και γυναίκες, μεγαλύτεροι, μανάδες με καρότσια, μικρά παιδιά, άνθρωποι σαν κι εμένα, σαν κι εσένα, όλοι δίπλα του. Ο ίδιος, μίλησε με λόγια που σε διαπερνούν: «Ο γιος μου ο Ντένις, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά, δεν μπορούν πια να μιλήσουν, η μόνη τους φωνή είμαστε εμείς. Και τώρα δεν μας αφήνουν ούτε να τους υπερασπιστούμε ούτε να αποδείξουμε πώς ακριβώς χάθηκαν. Θέλουν να τους κάνουν δύο φορές θύματα, μία από το έγκλημα των Τεμπών και άλλη μια από τη σιωπή και την ατιμωρησία. Ε λοιπόν, δεν θα τους αφήσουμε. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να θάψει την αλήθεια».

Οι πολιτικοί άφαντοι. Αναρωτιέμαι: ο Ρούτσι, ένας πατέρας που έχασε το παιδί του και ζητάει δικαιοσύνη, δεν είναι καρφί στο μάτι των βουλευτών που πάνε κάθε μέρα στη Βουλή; Εκεί όμως η Μαρία Καρυστιανού. Εκεί και η Μάγδα Φύσσα. Οι μανάδες μας. Αυτές που κρατάνε στους ώμους τους την ψυχή μας που κοντεύουμε να χάσουμε.
Ο λαός θα σώσει τον λαό- έτσι ήταν, είναι και θα είναι. Γιατί εκεί, μέσα σε αυτές τις συγκέντρωσεις, νιώθεις στο πετσί σου τι έχει πραγματικά αξία: αξιοπρέπεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, το να στέκεσαι δίπλα στον Άλλο.
Πενήντα επτά νεκροί. Κάποιος διαβάζει τα ονόματα ένα ένα. Και στο κάθε όνομα η φωνή όλων μας ενώνεται σε μια κραυγή: «Δολοφονήθηκε». Αυτό που ζούμε δεν είναι τελετουργία πένθους, είναι πράξη μνήμης και αντίστασης απέναντι στην ατιμωρησία. Αν ο πόνος αυτών των ανθρώπων είναι για μάς ένα μαχαίρι στην καρδιά, δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς νιώθουν όσοι έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους σε ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία.