Ο Βασίλης Μπισμπίκης δεν είναι απλώς ένας ηθοποιός.
Είναι η συμπύκνωση μιας κοινωνικής φαντασίωσης που επένδυσε στην επιτελεστικότητα της ρωγμής, μέχρις ότου αυτή η ρωγμή καταστεί αδιαχειρίστως πραγματική. Αυτό που τώρα εκτυλίσσεται δεν είναι απλώς μια ποινική περιπέτεια: είναι η αποδόμηση ενός λατρευτικού φαινομένου που διατήρησε για πολύ την επίφαση της αυθεντικότητας, προτού διαρραγεί στο ίδιο το σημείο όπου κάθε ρόλος καταρρέει — στο σώμα.
Η αρρενωπότητα που πρόβαλε ο Μπισμπίκης δεν ήταν οργανική, μα μηχανικά επιτελεσμένη. Σχεδιάστηκε για να μοιάζει ανεξέλεγκτη, αλλά ελέγχθηκε επακριβώς όσο διαρκούσε η χρηστικότητά της. Πλαισιωμένος από το ψευδο-αυθεντικό σύμπαν μιας «ανδρικής αμφισβήτησης» της τηλεοπτικής και θεατρικής νόρμας, φλέρταρε όχι με τη στιβαρότητα αλλά με την παραβατικότητα. Και το έκανε με επιμονή. Δεν προέβαλε απλώς έναν ρόλο του «κακού παιδιού» αλλά τον έζησε. Έπινε, κάπνιζε, βωμολοχούσε, εκθέτοντας δημόσια την ίδια την κατασκευασμένη δυσφορία του — έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό παραβατικότητας, όπου το «ανδρικό όριο» δεν είναι πια όριο αλλά αισθητικό συμβάν.

Τα τελευταία χρόνια, αυτό το όριο ξεπεράστηκε επανειλημμένα — όχι κρυφά, αλλά με θράσος. Όχι ως ατύχημα, αλλά ως μέρος του ρεπερτορίου. Η δημόσια εικόνα του Μπισμπίκη άρχισε να μετατρέπεται σε κανονιστική παρέκκλιση: να είναι κανείς επιθετικός, σπασμωδικός, ασυγκράτητος, ανεύθυνος — να εγκαταλείπει συμβάσεις και ίσως και… τόπους συμβάντων. Ο ηθοποιός δεν έκρυψε ποτέ την επιθυμία του να ζει στα άκρα. Απλώς κάποτε η κοινωνία πίστεψε ότι αυτό συνιστά ριζοσπαστική ειλικρίνεια. Τώρα ανακαλύπτει ότι πρόκειται για ανορθολογική αυθαιρεσία. Και η εικόνα του με χειροπέδες δεν είναι απλώς στιγμιότυπο ενός τυχαίου λάθους, είναι το απαύγασμα μιας μακράς πορείας επιθετικής αυτοκατανάλωσης.
Αλλά αυτό δεν απαλλάσσει το περιβάλλον του. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι που τον αποθέωναν ως λαϊκό ίνδαλμα, που ενέκριναν τον «ενσαρκωμένο τραμπουκισμό» ως «αλήθεια», είναι τώρα αυτοί που επιμελούνται τη δημόσια διαπόμπευσή του — με μια σχεδόν τελετουργική κακεντρέχεια. Οι χειροπέδες παύουν να είναι ποινικό εργαλείο και καθίστανται εικονική νέμεσις — φιλτραρισμένες, διοχετευμένες, κυκλούμενες εικόνες που κλείνουν τον κύκλο του «επικίνδυνου αρσενικού». Η αρχική λατρεία βασιζόταν στη σκηνογραφημένη ρήξη. Η αποπομπή του βασίζεται τώρα στην ανεξέλεγκτη επαλήθευσή της. Το θέαμα δεν αντέχει το αληθινό ρήγμα — το επινοεί, αλλά δεν το συγχωρεί όταν αυτό εκδηλωθεί εκτός ρόλου.
Η ίδια η κοινωνία που τον κατασκεύασε, είναι εκείνη που τώρα τον λιθοβολεί. Διότι δεν μισεί την υπέρβαση — τη φοβάται όταν παύει να είναι αποδομήσιμη. Όταν η παραβατικότητα μετατραπεί από αξεσουάρ του μύθου σε πραγματικό συμβάν, τότε το πρόσωπο οφείλει να εξαφανιστεί. Το σώμα του Μπισμπίκη γίνεται φορέας του υπερβολικού ρόλου, και η κοινωνία δεν συγχωρεί τον υπερβάλλοντα ρόλο: τον εξευτελίζει. Το ίδιο το κοινό που αποθέωσε τον «αντί-ήρωα» της μητροπολιτικής μπαχαλοσύνης, δεν ζητά πλέον εξηγήσεις αλλά ζητά αποκεφαλισμούς.
Στο σύστημα της υπερδιαφάνειας, δεν τιμωρείται το λάθος, αλλά η απειλή που φέρει μια μη-αντιστρέψιμη εικόνα. Ο Μπισμπίκης, ως αμφιλεγόμενο είδωλο, υπήρξε αποδοχή ακριβώς επειδή δεν ξεπερνούσε ποτέ τη μυθολογική του «σκηνοθεσία». Από τη στιγμή που την υπερέβη —από τη στιγμή που η παραβατικότητα έγινε κυριολεκτική, που το ατύχημα δεν είχε πια αφήγημα— τότε καταλύθηκε και η δυνατότητα αναπαράστασης. Η κοινωνία δεν μισεί τον εγκληματία βρε, μισεί τον ρόλο που δεν ξαναπαίζεται.
Η αρρενωπότητα, όπως έχει διαμορφωθεί στο ψηφιακό πολιτισμικό πλαίσιο, δεν είναι ανδρεία. Είναι ένα διαχειρίσιμο φαντασιακό παραπάτημα. Όταν το φαντασιακό γίνεται απειλή, τότε πρέπει να καταστραφεί — και να καταστραφεί δημοσίως. Και εδώ βρίσκεται η θεμελιώδης υποκρισία του συστήματος: απαιτεί ρήξη, αλλά μόνο ως θεατρική πρόζα και απαιτεί υπέρβαση, αλλά μόνο ως προσωρινή παρεκτροπή. Ο «κακός άντρας» πρέπει να έχει όρια. Αν τα ξεπεράσει, δεν είναι πια ρόλος, μα πρόβλημα. Και τα προβλήματα στην κουλτούρα της προβολής δεν λύνονται.
Ως γνωστόν, εξαφανίζονται.
Ποιοι όμως φτιάχνουν αυτά τα πρότυπα; Ποιοι τα εξωθούν; Ποιοι τα θυσιάζουν; Ποιοι τα απολαμβάνουν;
Δεν είναι ο Μπισμπίκης απλώς ένας παραστρατημένος ηθοποιός. Είναι το καθρέφτισμα μιας κοινωνίας που έχει εκπαιδευτεί να φαντασιώνεται την ελευθερία μέσω της εκτροπής, και να βιώνει την κάθαρση μέσω του δημόσιου εξευτελισμού.
Όμως όποια κοινωνία μετατρέπει τους παραβάτες σε θεάματα, γρήγορα μετατρέπει και τον εαυτό της σε καταναλωτή αποδιοπομπαίων. Και κάποια μέρα, όταν δεν θα υπάρχουν πια ούτε «ανδρικά πρότυπα» να καταρρεύσουν ούτε παραβατικά είδωλα να διαπομπευτούν, ίσως κοιτάξουμε τον καθρέφτη — και δούμε, για πρώτη φορά, ποιοι είμαστε χωρίς αυτούς.
Ε;