Βρισκόμαστε ενώπιον ενός παραδείγματος πολιτικής απροσδιοριστίας που έχει μετασχηματιστεί σε θεσμική ακινησία, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να ενσαρκώνει λιγότερο τον ρόλο του ηγέτη και περισσότερο την τυπολογία του «εν ενεργεία μεταβατικού ενδιάμεσου», που δεν έχει ούτε την αφέλεια του outsider ούτε την αυθεντικότητα του κατεστημένου. Το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του, δεν κατοικεί στον παρόντα πολιτικό χρόνο.
Υποκρίνεται ότι αναπνέει μέσα από την καθυστέρηση των άλλων. Αυτή η πολιτική βραδύτητα δεν είναι απλώς επικοινωνιακή αποτυχία – είναι οντολογική καθυστέρηση, απότοκος της αδυναμίας συγκρότησης ενός μορφώματος που να μπορεί να νοηματοδοτήσει το μέλλον. Το κόμμα δεν παράγει ιστορική θερμότητα. Υπάρχει σε θερμοκρασία παγώματος. Στην περίπτωση του Ανδρουλάκη δεν έχουμε να κάνουμε με την απουσία στρατηγικής, αλλά με την απώλεια της ικανότητας να διαμορφώνεται στρατηγική εντός του πεδίου των ανταγωνισμών. Η πολιτική του αφήγηση είναι προγραμματικά απολιτική, διότι δεν ριζώνει σε κανέναν ανταγωνισμό – ούτε ταξικό, ούτε πολιτισμικό, ούτε αξιακό. Εξουδετερώνει την ίδια τη διαφορά που θα μπορούσε να του επιτρέψει να εμφανιστεί ως εναλλακτική.

Αντιθέτως, εγγράφεται στην ψευδοαισθητική της συναίνεσης, όπου το ΠΑΣΟΚ λειτουργεί ως καταναγκαστικός μεσολαβητής του τίποτα. Αυτή η θέση ασημαντότητας βαφτίζεται «σύνθεση», αλλά δεν συνθέτει – διαχέει. Η στάση του Παύλου Γερουλάνου, που φέρνει το χρονικό ορόσημο του Δεκεμβρίου ως κρυπτικό εσωκομματικό countdown, δεν έχει στόχο την ανατροπή, αλλά την επενθύμιση του χρόνου ως πολιτικού εργαλείου. Η εσωτερική αμφισβήτηση που επικαλείται δεν είναι ρητή. Είναι διαρθρωτική, και γι’ αυτό ακριβώς πιο ριζική. Η κλεψύδρα που επικαλείται δεν μετράει μόνο δημοσκοπική στασιμότητα, μετράει την αποδιάρθρωση της πολιτικής πράξης ως γεγονός. Μέσα στην αδράνεια της επιφάνειας, ενεργοποιείται μια χρονικότητα διάβρωσης: το κόμμα γίνεται μνήμη του εαυτού του, και ο ηγέτης ο επιμελητής του κενού.
Το ενδεχόμενο εθνικών εκλογών την Άνοιξη του 2026 θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να λειτουργήσει ως επιταχυντής μετασχηματισμού. Εδώ όμως διαφαίνεται περισσότερο ως μηχανισμός παγίωσης του ιστορικού περιθωρίου, ένα σημείο όπου το ΠΑΣΟΚ, αν δεν αναδιατυπώσει ριζικά την ύπαρξή του, θα παραδοθεί στον κανιβαλισμό μιας πολυκερματισμένης Κεντροαριστεράς που θα τον ξεπεράσει, όχι λόγω πολιτικής ανωτερότητας, αλλά λόγω βιοπολιτικής υπεροχής: μεγαλύτερης ταχύτητας, πιο επιθετικής ρητορικής, πιο χαοτικού δικτύου.
Στο περιθώριο αυτής της εικόνας – και όχι στο επίκεντρο – η Κρήτη λειτουργεί ως ήσυχη καταγγελία. Όχι γιατί προδίδεται ένας τόπος, αλλά γιατί ακυρώνεται το ίχνος του τόπου ως πολιτικής μνήμης. Εκεί όπου κάποτε διαμορφωνόταν μια πολιτική ηθική με σπαραγμό, αντιπαλότητα και παθιασμένη συμμετοχή, τώρα παρατηρείται σιωπή τοπίου. Η Κρήτη, άλλοτε πεδίο συντονισμού ανάμεσα στο λαϊκό και το ιστορικό, δεν είναι πια παρά μια αδιάβαστη σελίδα του βιογραφικού. Και όπως κάθε παραμερισμένη υποσημείωση, λειτουργεί ως υποδόρια καταγγελία της ανυπαρξίας ύφους.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν είναι ένας πολιτικός που απέτυχε. Είναι ένας πολιτικός που δεν εμφανίστηκε ποτέ πλήρως ως συμβάν. Και αυτό, σε μια εποχή όπου η πολιτική ζητεί γεγονότα και όχι διαχειριστές, ισοδυναμεί με ακύρωση. Δεν είναι πως δεν τον εμπιστεύονται. Είναι πως δεν τον θυμούνται. Δεν είναι πως δεν εμπνέει. Είναι πως δεν διακόπτει καμία ροή. Το πρόβλημα δεν είναι η πτώση. Είναι η έλλειψη βαρύτητας.