PUSHBACK
Για χρόνια τρέχαμε να αρπάξουμε το μουχλιασμένο ψωμί πριν από τα σκυλιά. Βάζαμε τα πόδια στον ώμο να προλάβουμε να στριμωχθούμε στο μουχλιασμένο καταφύγιο πριν οι βόμβες φτάσουν πάνω από τα κεφάλια μας. Θρηνούσαμε τα ξεψυχισμένα παιδιά μας και συνεχίζαμε. Τώρα εγκαταλείπουμε ό,τιαγαπήσαμε και μας αγάπησε, ξεριζωθήκαμε και ξεχυνόμαστε αλλόφρονες και πάλι μέχρι να μυρίσουμε τη θάλασσα. Το μίσος επιτήδειο, αντέχει ακόμη.
Τα κύματα, βουνά θεόρατα πασχίζουν να αγκαλιάσουν θανάσιμα και να πάρουν μαζί τους στον βυθό τηνπλαστική βάρκα μας με τους άνδρες και τα γυναικόπαιδα. Συσκευασμένοι ο ένας πάνω στον άλλονθαλασσοδέρνουμε για μέρες με κανέναν στοιχείο σύμμαχό μας. Την τελευταία στιγμή σαν από θαύμα ξεπροβάλλουμε πάλι μουσκεμένοι, με τα μάτια ορθάνοικτα από τον τρόμο και την καρδιά στο στόμα. Δεν έχουμε δύναμη να κραυγάσουμε πια. Είμαστε στη θάλασσα, αυτή που πήρε τον Αιγέα. Τον βασιλιά που ηλατρεία για τον γιο τον έσπρωξε στη θάλασσα. Τα ξεχασμένα, φουσκωμένα μαύρα πανιά σκότωσαν τον πατέρα. Η ψυχή μας μαύρη από την κάπνα του πολέμου και του θανάτου. Οι οιμωγές για τη ζωή μας και για την τύχη των παιδιών μας, θυμίαμα δέησης, φτάνει μέχρι τα ουράνια. Πατάμε σε κάτουρα και εμετούς. Δεν νοιάζεται κανένας. Για τον θεό σας, ποιος έβαλε τα παιδιά σε αυτό το πλωτό φέρετρο;
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΚΚΥΛΙΑ ΕΠΕ
Δεν φοβάμαι το κύμα αφού απομακρύνομαι από το στόμα του καρχαρία. Δεν μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό που αφήσαμε πίσω. Πάμε ένα μέτρο μπροστά όταν η μηχανή βρίσκει το νερό αλλιώς η προπέλαγυρίζει άσκοπα στον αέρα όταν βρίσκεται στην αφρισμένη κορυφή του κύματος. Μετά μας σπρώχνει είκοσι μέτρα πίσω. Οδηγούμαστε άραγε στη σωτηρία ή στο στόμα άγνωστου θεριού;
Θέλω να φτάσω στην ακτή, να περπατήσω στους δρόμους της Αθήνας, να δω ξανά τον Παρθενώνα, όπως τότε νέος φοιτητής στη Φιλοσοφική. Λάτρεψα την Ελληνική Ιστορία και Μυθολογία.
«Μη φοβάστε, κρατείστε την ψυχραιμία σας, λίγο ακόμη», ακούγονται οι φωνές αυτών που παριστάνουν πως παραμένουν ψύχραιμοι. Λίγη σημασία δίνουμε πια. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος που θα νοιαστεί, όσο ψύχραιμοι κι αν μεινουμε. Αυτοί έχουν μείνει πίσω, στο σπίτι από το οποίο φύγαμε όσο πιο από το πουθενά γρήγορα γίνεται πριν μας φτάσουν οι σφαίρες και η φωτιά. Η γκρι ακταιωρός εμφανίζεται ξαφνικά και ορθώνεται μπροστά μας. Συναγωνίζεται με τα κύματα ποιος από τους δύο θα ξεκάνει το σκάφος. Δίπλα μου κάποιοι απλώνουν τα χέρια τους. Είναι άραγε μια ύστατη έκκληση προς τον Θεό ή απεγνωσμένη προσπάθεια να πιαστούν από κάτι σταθερό. Δεν έμαθα ποτέ. Βλέπω το πρόσωπο του θηρίου με μάτια αγριεμένα, μάτια γεμάτα χλευασμό και περιφρόνηση. Μάτια κάτω από το καπέλο και κορμιάτυλιγμένα σε στρατιωτική στολή. Είναι οι φύλακες των συνόρων. Τι σε έκανε να με μισήσεις; Υπακούουν λένε εντολές και δεν γνωρίζουν κάτι άλλο.
«Πίσω, πίσω, είστε παράνομοι, ούτε μέτρο μπροστά» ξεχωρίζει η προσταγή πάνω από τη βουή και τηναντάρα των κυμάτων. Είναι ο εκτελεστής των διαταγών. Με κόπο προσπαθεί να ισορροπήσει στην πρύμνη.Έχω γνωρίσει τον ανθρώπινο θυμό πιο μεγάλο από την οργή των κυμάτων. Ο ένστολος έχει και όπλο το οποίο το στρέφει εναντίον παιδιών και γυναικών, λες και είναι απαραίτητο. Το πρόσωπο του θηρίου είναι πιο απειλητικό, πιο δολοφονικό από το όπλο. Ακούγεται πυροβολισμός στον αέρα. Ένα μωρό δίπλα μου τσιρίζει σαν να ξυπνάει από εφιάλτη το μεσονύκτιο, στο σκοτάδι του δωματίου. Το σκάφος του Λιμενικού χορεύει πέρα-δώθε μπροστά μας. Σπρώχνει τη φουσκωτή βάρκα προς τα πίσω αλλά και τον άνθρωπο πίσω ολοταχώς προς στις σπηλιές. Μας είχαν προειδοποιήσει γι αυτήν την εξευγενισμένη μέθοδο επαναπροώθησης. Η κυματοδαρμένη λέμβος μας, σπρωγμένη βίαια, κάνει μια απότομη μανούβρα για να αποφύγει την ακταιωρό και όλοι βρισκόσαστε στο παγωμένο νερό. Τα κύματα σηκώνουν τους ανθρώπουςσαν φύλλα ξερά και τους σκορπίζουν σε όλες τις κατευθύνσεις. Κραυγές οδύνης φτάνουν στα αυτιά μου και μισοτελειωμένες φράσεις. Νιώθω τα νύχια κάποιου να καρφώνονται βαθιά στο χέρι μου. Ίσως η τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια κάποιου να γαντζωθεί στη ζωή, έστω και σε αυτή τη ζωή.
«Ασλαμ, δώσε μου το χέρι σου,γρήγορα»,
«Κεμάλ κρατήσου, είσαι δυνατός»,
«Αλεβ κουράγιο, όλα θα τελειώσουν γρήγορα»,
«Αισέ σε αγαπώ, είμαι εδώ… με βλέπεις;»
«Σισέκ , που είναι το μωρό;»
Ο άνεμος ουρλιάζει και παίρνει τις φωνές μαζί του. Κάποιοι απαντούν ενώ οι περισσότεροι δεν ακούγονται πια. Άγριοι παφλασμοί, χεριών και ποδιών για να πιαστούν από μια ουγκιά ζωής, πλαφ, πλουφ, πλαφ, πλουφ και μετά τίποτα. Oι φωνές όλο και λιγοστεύουν μέχρι που χάνονται.
Το κύμα χυμάει και με σκεπάζει. Μετά με τινάζει στην επιφάνεια ξανά.. Τα ρούχα βαριά, κολλούν στο κορμί και γίνονται βαρίδια. Αφήνομαι, στροβιλίζομαι ενώ μπροστά μου εμφανίζεται σαν οπτασία η Κυματολήγη, η ευσπλαχνική Νηρηίδα, όπως την είδα σε ένα βιβλίο για την Ελληνική μυθολογία. Αυτήν επικαλούμαι . Τον σατράπη τον Ποσειδώνα τον μισώ. Μόνο με τους βασιλιάδες και τους ημίθεους τα έχει καλά. ΤηνΚυματολήγη εμπιστεύομαι. Αυτή καταλαβαίνει, κανένας δεν μετάνιωσε για τη φιλία της.
Η ακταιωρός απομακρύνεται και χάνεται. Αποστολή εξετελέσθη. Γύρω μου κανένα ίχνος ανθρώπινηςπαρουσίας. Τα κύματα αδηφάγα, λυσσομανούν ακόμη. Τι άλλο ζητούν; Κοιτάζω ψηλά, κοπάδια τα μαύρα σύννεφα τρέχουν μακριά μας. Μας εγκαταλείπουν κι αυτά. Δεν βρίσκω ούτε ένα κόκκο γαλάζιου. Η ανάσα της Κυματολήγης ζεστή. Δεν κρυώνω πια. Η γαλήνη διαποτίζει κάθε κύτταρό μου. Βυθίζομαι στον πιο αναπαυτικό και ικανοποιητικό ύπνο.
Ιωάννης Κοσμάτος
Αργοστόλι 20/12/2023