Μια μεγάλη αγκαλιά για τούτο το καλοκαιράκι της ζωής μας.
Από μικρό παιδί είχα τη συνήθεια και το χούι να ονειρεύομαι ,και όταν κάτι με στρίμωχνε και ζοριζόμουν, ζάρωνα σε μία γωνιά και δραπέτευα στα σοκάκια του ονείρου..
Εκεί ζούσα την απόλυτη περιπέτεια ,έκοβα σκοινιά, σήκωνα άγκυρες και άνοιγα πλώρη για την ευτυχία.
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΚΚΥΛΙΑ ΕΠΕ
Έτσι ,όταν ένα βροχερό και καταλασπωμένο Νοέμβρη έχασα τον παππού μου ,στην αρχή σπάραξα ,γιατί ήταν η πρώτη μεγάλη απώλεια στη ζωή μου, και επειδή αρνιόμουν να την αποδεχτώ και αδυνατούσα να την αντέξω , έπιασα στασίδι στο όνειρο και τον περίμενα εκεί να με ψυχοπονέσει…και να ξαναμπεί στη ζωή μου…
Περίμενα, να έρθει από το Αγρίνιο φορώντας στραβά την σκούφια του και ανελλιπώς το χαμόγελό του, και να μου φέρει ζαχαρωτά παραμύθια και μολυβοκόντυλα..
Και εκείνος πάντα συνεπής άφηνε κατάχαμα το σακούλι με τα καλούδια και έγερνε στη γωνίτσα μου και εγώ κούρνιαζα κάτω από τον ίσκιο του και εκεί ομόρφυναν όλα και χαμογελούσαν..
Γιαγιά δεν γνώρισα ,γιατί έφυγε πολύ νέα ,και ο παππούς ήταν η μοναδική αγαπησιάρικη επαφή με τις ρίζες μου .
Παιδάκι ονειρευόμουν και όσα λαχταρούσα και δεν είχα, άγουρα μικρά για ασήμαντα, που έκαναν την ψυχή μου να πεταρίζει…
Μία βόλτα με φίλους πισωκάβαλα στο ποδήλατο , μέχρι τη θάλασσα να κατασκηνώσουμε εκεί πάνω στην άμμο και να ξεχάσω τα καπνά αλλά κυρίως να ξεφύγω από το περιορισμένο όριο , που ορίζει ένα παιδί και να κάνω την κοπάνα τη ζωής μου.
Τόσο πολύ τα λάτρευα τα όνειρα και τόσο εκείνα με αγαπούσαν , που πολλές φορές χανόμουν στα σοκάκια της σύγχυσης .
Τσάκωνα όμορφες στιγμές της ζωής και τις έκανα όνειρο, τις ύφαινα με τη φαντασία τις κεντούσα με χρυσοκλωστή από τα αστέρια και τις φυλάκιζα στην ψυχή μου ,να έχω τα παγωμένα βράδια συντροφιά και προσκεφάλι να ακουμπήσω να γείρω… Αυτές τότε,έπιαναν όλο το χώρο μέσα μου και αποσκέπαζαν όλους τους εφιάλτες ,τις ανασφάλειες και τους φόβους μου , και έτσι όλα ,όσα μου ξημέρωναν στο εξής εύκολα δύσκολα τα έβλεπα όμορφα και αγαπησιάρικα. Μόνο το θάνατο δεν μπορούσα να αποδεχτώ ούτε να καλημέρίσω ,αλλά ευτυχώς στάθηκα τυχερή και μεγάλωσα πια, όταν άρχισε να χτυπά τις πόρτες ολοτρίγυρα και να καλεί κλάσεις …
Και τότε πάλι τον έτρεμα ,αλλά τουλάχιστον ήμουνα πιο έτοιμη να τον αντέξω…
Αυτός σίγουρα ήταν ο λόγος που λάτρευα το φωτεινό ταξίδι της ζωής, και πάλευα αγόγγυστα με τις αναποδιές και άρμεγα λαίμαργα τις μικροχαρές και ποτέ σχεδόν δεν βαρυγκομούσα.
Χτες πάλι ονειρεύτηκα ένα μεγάλο ταξίδι, νωπό ακόμα και αψηλάφιστο… τούτο το όνειρο, παίζει παιχνιδιάρικα κρυφτό με τη φαντασία μου και δεν παίρνω όρκο για την αλήθεια του..
Ήτανε λέει μία μεγάλη αγκαλιά, κάτι σαν πλεούμενο που φωλιάζεις μέσα του και σε ταξιδεύει, κάτι σαν το σκουπόξυλο της μάγισσας, που σε απογειώνει στον ουρανό και εκεί πιάνεις σκαμνάκι και μετράς τα αστέρια.
Ίσως να το προκάλεσα και μόνη μου τούτο το όνειρο, αφού πάντα πίστευα ,ότι η αγκαλιά είναι το πιο όμορφο μέσο να ταξιδέψεις στη ζωή. Κουρνιάζεις αναπαυτικά μέσα της κλείνεις τα μάτια και οργώνεις όλες τις θάλασσες και όλους τους ωκεανούς, και μετά ανοίγεις φτερά για τον ουρανό και αδερφώνεσαι με τα αστέρια..
Λένε, πώς είναι θεραπευτική η αγκαλιά και ίσως δεν έχουν άδικο.
Ακουμπάς τρυφερά ,δίνεις και παίρνεις ενέργεια, επικοινωνείς και μοιράζεσαι, και πολλές φορές κλείνεις μέσα της τον άλλον σφιχτά ,σαν κάτι πολύτιμο από ενστιτώδικο φόβο ,μήπως τον χάσεις…
Ίσως συνειρμικά γυρνάς πίσω και πιάνεις από την αρχή το κορδόνι της ζωής και ξαναζείς εκείνη τη στιγμή ,που σε απόσπασαν βίαια από τον ομφάλιο λώρο και κατατρόμαζες από τη μοναξιά και πλάνταξες στο κλάμα, και τότε σε αποσκέπασε μία αγκαλιά τρυφερή και απέραντη σαν την αγκαλιά όλου του κόσμου ,και ηρέμησες και χαλάρωσες και άστραψες ένα χαμόγελο στον κόσμο και είπες καλημέρα ζωή.
Λιάνα Πουρνάρα
Εκπαιδευτικός.