Γράφει η Εκπαιδευτικός Λιάνα Πουρνάρα
Τα σπίτια ζουν και αναπνέουν μαζί με τους ανθρώπους τους, νοτίζουν οι τοίχοι από τα χνώτα τους ,και στις κάμαρες πλανιούνται ξυπόλητες οι έγνοιες οι χαρές και οι λύπες τους.
Τα σπίτια ζουν και ονειρεύονται μαζί με τους ανθρώπους τους ,κάθε μέρα τραβούν και μία χαρακιά και σημαδεύουν τις ζωές τους…
Κάθε μέρα ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα και μπάζουν μέσα βιαστικά τις χαρές και τις λύπες, τα γέλια τις έννοιες και τις σκοτούρες.
Οι τοίχοι τους, ασφαλές φρούριο και κρυψώνα, συλλέκτες ζωής, φυλακίζουν σαν καθρέφτες μέσα τους, μορφές και στιγμές πρόσωπα και συναισθήματα,καταγράφουν παρουσίες και απουσίες απογυμνώνουν ψυχές και διαβάζουν σχολαστικά τα εσώψυχά τους.. Τσακώνουν και εγκλωβίζουν στιγμιότυπα ζωής και τα αφήνουν ξέχειλα, να πλανιώνται στην αύρα τους.
Έτσι και το σπίτι της γιαγιάς Μαρουσώς είχε δει και είχε ακούσει τόσα πολλά μια ζωή ,και έκρυβε σχολαστικά όλα τα μυστικά στα θεμέλια του.
Το σπίτι στην Ηλιούπολη λοιπόν, με την πλάτη στον Υμηττό και το μάτι στον Πειραιά, δίπατο ψηλά στο βουνό, με ταράτσα πνιγμένη στις βουκαμβίλιες και πετρόχτιστους καναπέδες για το αγνάντεμα ,ήταν ένα από τα πιο όμορφα σπίτια της Αθήνας..
Ήταν το οικογενειακό σπίτι της γιαγιάς της, προικώο, αρχοντόσπιτο και χαμογελαστό σπίτι, με μία απλωσιά στο μάτι και στην ψυχή και την αγάπη να γυρνοβολάει παντού και να ζωγραφίζει τους τοίχους. Αγαπησιάρικο σπίτι, καλαίσθητο μια αγκαλιά για όλη την οικογένεια …
Λαμποκοπούσε από χαρά τις γιορτές και άνοιγε σε όλους την αγκαλιά του …Σελίδες χαράς,τραπεζώματα σε ονομαστικές γιορτές, γάμους ,βαφτίσια και αρραβώνες.
Πρόσωπα λαμπερά ,αγαπησιάρικες κουβεντούλες ,αγκαλιές και χαμόγελα …Και το σπίτι εκεί στη θέση του, στητό και ολόρθο μέσα στο χρόνο ,κατέγραφε τα πάντα σχολαστικά και τα έκρυβε κάτω από τις κουρτίνες του τοίχου… Εκεί μεγάλωσαν γενιές και γενιές, μπουσούλησαν περπάτησαν και καλημέρισαν τη ζωή, παιδιά και εγγόνια…
Και έπαιρναν η μια γενιά από την άλλη τη σκυτάλη της ζωής, και πορεύονταν μέσα στο χρόνο…
Έτσι όταν πια παραμαγάλωσε η Μαρουσώ το κληροδότησε στην εγγονή της τη συνονόματη, με την ευχή να ευτυχήσει ,να το χαρεί, και να περάσει σε αυτό όμορφες μέρες….
Παρά την ευχή της γιαγιάς και την καλή αύρα του σπιτιού ,η ευτυχία την προσπέρασε την νεαρή Μαρουσώ, ο γάμος βάρυνε στς κάμαρες από ανείπωτες κουβέντες ανέκφραστο θυμό και αμήχανες σιωπές…
Οι γιορτές ,οι χαρές και τα τραπεζώματα λιγόστεψαν και μετά το διαζύγιο λιγόστεψαν πιο πολύ,η φασαρία οι φωνές και οι φίλοι …Μόνο τα δυο της αγόρια παρέμειναν σταθερά ,να ζωντανεύουν με τις φωνούλες τους τις κάμαρες και να φωτίζουν με τα παιδικά ματάκια τους τους χώρους…
Ενός κακού μύρια έπονται, λέει ο λαός και δεν έχει άδικο …
Μετά το διαζύγιο τα οικογενειακά βάρη έπεσαν βαριά στις πλάτες της νεαρής Μαρουσώς ,τα οικονομικά βάρη επίσης, και μέρα με τη μέρα το χαμόγελο της έφθινε και μία ρυτίδα εγκαταστάθηκε μόνιμα στη μέση του φρυδιών της … Σχεδόν απανωτά … μία μέρα, λίγο μετά τις γιορτές του Πάσχα ,το σπίτι είδε στην αυλόπορτα κάτι ξενόφερτους επισκέπτες με ξινισμένες μούρες και βαριές τσάντες. Ζάρωσε και κλείστηκε στο καβούκι του από την αγωνία ..Εκείνοι στύλωσαν λαίμαργα το βλέμμα πάνω του, μέτρησαν με το με επιτήδειο μάτι τη μεγαλοπρεπή κορμοστασιά του ,την ανεμπόδιστη θέα του και την ομορφιά του, και το κατέγραψαν στη λεία τους .. Από διαίσθηση,εκείνο ζάρωσε πιο πολύ φοβισμένο και ένα αναστατωμένο και τότε πικρό καρφί στην καρδιά που μάτωσε ,το κατασχετήριο που θυρο κόλλησαν στην πόρτα του …
Για ανεξόφλητα χρέη προς το δημόσιο λέει, μηδαμινά αλλά δεν έχει σημασία, εκ του έχοντος και το μηδαμινό είναι ασήκωτο ,και η Μαρουσώ με μία δουλειά τη σειράς είχε στραγγίξει από αντοχές και χρήμα, και όλοι της οι αγαπημένοι έφυγαν από τη ζωή ,και οι πιο πολλοί φίλοι άφαντοι, ούτε ώμο να κλάψει δεν είχε… ούτε παρηγοριά..
Και το σπίτι παρακολουθούσε με τα μεγάλα μάτια του έντρομο, τον πανικό της,το χαρτομάνι για τις τράπεζες ,τις πιεστικές ημερομηνίες, τα έξοδα για το κάθε χαρτί ,το χασομέρι για την κάθε υπογραφή τη ληστρική διάθεση των τραπεζών,και την αρπακτική στα μάτια των κορακιών,κοτρώνα στην πλάτη και την ψυχή,που του έκοβε την ανάσα..
Και όλη τούτη η μέγγενη,ασήκωτη μυλόπετρα στην καρδιά της Μαρουσώς,που έλιωνε τη ζωή της.
Και κείνη στην αγωνία της να σώσει το σπίτι της καρδιάς της, πορεύονταν αμίλητη ,κουρασμένη και απελπισμένη , ξανά και ξανά τον ίδιο δρόμο , μάζευε ξανά και ξανά την ίδια χαρτούρα, στήνονταν στην ίδια ουρά στις τράπεζες ,πλήρωνε τα ίδια έξοδα για υπογραφές και δικηγόρους, και στράγγιζε μέρα με τη μέρα.
Και τότε σαν απο θαύμα στη μέση του πουθενά έφτασε από την επαρχία ένας μακρινός συγγενής σχεδόν από ξεχασμένος, δεύτερος ξάδερφος του πατέρα της… και την αγκάλιασε τρυφερά και της στάθηκε…
“Μαρουσάκι μου δεν έχω πολλά”της είπε ,”αλλά όσα έχω μου περισσεύουν, παρά μεγάλωσα πια και τέλεψαν οι υποχρεώσεις μου και στον άλλο κόσμο δεν κουβαλάμε βαλίτσες…Αυτά για το σπίτι σου ,να το σώσεις κοκόνα μου… να ανασάνει ελεύθερη η ψυχή της γιαγιάς σου στον Άδη…”
Τον αγκάλιασε σφιχτά η Μαρουσώ εκείνον τον άνθρωπο ,όχι το συγγενή, αλλά τον άνθρωπο ,μα πιο πολύ τον αγκάλιασε το σπίτι …Πήρε μία βαθιά ανάσα ανακούφισης και του άστραψε ένα χαμόγελο ,που απλώθηκε στον Υμηττό και έφτασε σε μέχρι τη θάλασσα…
Αφιερωμένο σε όσους ξερριζώθηκαν από τα σπίτια τους και τα είδαν να ρημάζουν…