Γράφει ο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Άγιον Όρος 1991
– Πες μου, γιαγιά, Καλονώρα, πες μου, θα φανερωθούν τα κόκκινα αυγά στην Αγιά Σοφιά;
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΚΚΥΛΙΑ ΕΠΕ
-Αφουγκράσου για μια φορά και μόνο, παιδί μου, τούτο το παραμύθι και μη με ξαναρωτήσεις ποτέ.
Λένε, πως τον καιρό που ο Ιουστινιανός, ήθελε να ρίξει χωνευτό το πρώτο το θεμέλιο, του ναού της Αγιάς Σοφιάς, τού’ φεραν, μύρια τα ζωντανά για να διαλέξει, θεμέλιο να εγκαινιάσει έτσι. Αίμα ζωικό όμως δεν ήθελε, για να στρώσει και να ποτίσει…
-Αν και αλήθεια είναι, πως, το πράγμα το θεϊκό, από παλιά, πολύ παλιά και βάλε πίσω στον άπειρο χρόνο, θέλει τη θυσία του, παιδί μου. Κι ο Βασιλιάς μας, εκείνη τη φορά, οδηγημένος από Άνωθεν, για το Ναό της Σοφίας του Θεού, ζήτησε, αίμα να μη χυθεί για να στεριώσει το έργο, παρί, ένα και χίλια, αλλά και μύρια αυγά, να πέσουν στα θεμέλια, όχι να σπάσουν, αλλά ατόφια, να σταθούν σαν πέτρες του Σύμπαντος Κόσμου, στις βραγιές τις καλυμμένες από χώμα, θεμελιώσεις της Μορφοκλησιάς.
Κείνη τη χρονιά τα μάζεψε από όλες τις γραίες και τις νέες της Πόλης, που Μεγάλη Πέμπτη, ετοιμάζονταν να τα κοκκινίσουν στη χαρά του Θεανθρώπου. Έτσι, παιδί μου, δε βάφτηκαν τ’ αυγά κόκκινα στην Πόλη εκείνη τη χρονιά, για την Λαμπρή του Κόσμου, παρί, όταν τελείωσε το -Χριστός Ανέστη- να ψιθυρίζεται στα στόματα, μαζεύτηκαν οι νέες και οι γραίες της Πόλης, στα αύλεια του ναού και «κάλεσαν» τ’ αυγά, όπου σαν Σύμπαντα κρύβουν Δύναμη, γιατί έτσι ομοιάζουν, για να τα κοκκινίσουν για την Ανάσταση του Χριστού μας, για να είναι έτοιμα σε κάποια Ερχόμενη Ανάσταση …!
Απ’ όλες τις γυναίκες, η γραία, η Βάια, μια και του βασιλιά μας, βάγια αγαπημένη ήταν, οπόξερε από χρισματικά λόγια και ξόρκια, μπριτού την Αγία Ανάληψη του Κυρίου, εκείνη τη χρονιά, μπόρεσε και τα κάλεσε, παιδί μου, όλα τ’ αυγά, σου φαίνεται παράξενο, κι ήταν μύρια τα αυγά εκείνα, κι όπως ήταν ατόφια, πήραν του Λόγου την Άδεια και παρουσιάστηκαν σωρός ομπροστά της.
« Χρίσματα και λόγια του Πεθαμού και της Ζωής
τα ίδια είναι, στους κύκλους απαντάμε δίνοντας λύση,
η Κόκκινη Εγκαρτέρηση θέλει Νου, στης Πόλης την Ανάσταση !»
Έτσι τραγούδησαν τότενες τ’ αυγά της Πόλης, εκεί στην Αγιά Σοφιά!
Παιδί μου, μην με πιλατεύεις άλλο, τι θα απογίνει με τούτο το κρυφό πράμα δεν ξέρω… Το μόνο που έμαθα από γιαγιά και βάλε πίσω από προγιαγιάδες, σωρός η μνήμη μέσα μου, κληρονομιά βαριά με ζώνει, πως, κάθε φορά που έρχεται Μεγάλη Πέμπτη, σηκώνονται οι γραίες και οι νέες, ωσάν σκιές και στα αύλεια του ναού της Αγιάς Σοφιάς, μαζεύουν κόκκινα σπασμένα ξόφλια και προσπαθούν να τα ταιριάξουν. Μα ακόμα προσπαθούν.. . κι όλο προσπαθούν!
Άμα τα καταφέρουν, θά’ ρθει το κόκκινο χρώμα του πελάους να πλημμυρίσει τα θεμέλια, παρηγοριά σ’ Ανάσταση, Λαμπρής ισορροπίας.
Παιδί μου, μη με ξαναρωτήσεις, θέλει η Εγκαρτέρηση, για του Νόμου το Πλήρωμα, Νουν Θεϊκόν!