Το ληξουριώτικο κουτσομπολιό της πλατείας

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΤΣΕΛΕΝΤΗ

ΓΡΑΦΕΙ Η ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΤΣΕΛΕΝΤΗ

Η εκφραστικότητα και η σπιρτάδα που στολίζουν τη κεφαλληνιακή σκέψη, είναι για τους Ληξουραίουςόπλο στη φαρέτρα της κοινωνικής τους συμπεριφοράς.  Είναι το αποκούμπι για τις δυσκολίες, το αντικλείδι για τις χαμένες ευκαιρίες, ο παρηγορητής για τις αδικίες. Το μυαλό του Κεφαλλήνα, προσπαθεί όχι απλά να επιβιώσει, αλλά να δώσει το ιδιοσυγκρασιακό του στίγμα, σε κάθε έκφανση της ζωής του. Η σάτιρα, είναι ο τρόπος μέσα από τον οποίο ο λαός, δίνει και παίρνει χαρά, ενώ ταυτόχρονα  θίγει τα πιο σημαντικά προβλήματα του. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε μεγάλα πολιτικά, κοινωνικά και θρησκευτικά γεγονότα. Συμβαίνει σε κάθε συναναστροφή, στην εργασία, στις συναθροίσεις, στις διασκεδάσεις.

Δεύτερη φύση επίσης είναι για τον Ληξουραίο ο σχολιασμός των κοινωνικών και των πολιτικών γεγονότων στη πλατεία, το καφενείο και τις μαζώξεις. Ανάγκη έκφρασης της πρώτης του φύσης, της σατυρικής σκέψης, που τον κατακλύζει και δεν τον αφήνει να ησυχάσει,  αν δεν βάλει την καρέκλα του απά στη πλατεία για να «στολίσει» το κάθε τι που περνά. Ούτε ο ίσκιος της ομπρέλας που τον δροσίζει δεν θα μείνει χωρίς κάποιο καυστικό χαρακτηρισμό. Το παροδικό «κουτσομπολιό» που βλέπουμε στο Ληξούρι αλλά και σε σχεδόν όλες τις περιοχές της Κεφαλονιάς, είναι προϊόν παρατήρησης και συμμετοχής δύο ή περισσοτέρων ατόμων ως σχόλη ή ως ευκαιριακή αφορμή επικοινωνίας και σε απλά καθημερινά αλλά και βαθύτερα νοήματα. Παρόλο το κοινό περιβάλλον, αναπτύσσονται στον καθένα ετερόκλητες εμπειρίες και όταν αυτές αποτυπώνονται αρχίζει και αναπτύσσεται η ποικιλομορφία της ανθρώπινης σκέψης. Έτσι, ένα στραβό καπέλο που φορά κάποιος που περνά τυχαία το δρόμο, μπορεί να ερμηνευθεί, από βιασύνη μέχρι αποκύημα του χθεσινού καβγά.

Ο σχολιασμός σε οτιδήποτε ευλογήθηκε με την χάρη της ύπαρξης, είναι απαραίτητη κοινωνική δεξιότητα στο Ληξούρι. Το ατυχές άτομο που θα βρεθεί να περνά, ιδίως τις ώρες της ραστώνης από την πλατεία του Ληξουρίου, θα βρεθεί μπροστά όχι σε μία, αλλά σε πάνω από δέκα καρέκλες που τον έχουν κρίνει, καταδικάσει, εκτελέσει και θάψει πρωτού προλάβει να ολοκληρώσει το πέρασμα του. Και αυτό, γιατί ο άνθρωπος σφάλει, άπαξ και υπάρχει και το σφάλμα αυτό, λαμβάνει το κατάλληλο αλατοπίπερο και προσφέρεται ζεστό και μοσχομυριστό στη γλώσσα του Ληξουραίου που ως κριτής στο θρονί του ρεμβάζει αμέριμνος τα απέναντι Φάρσα.Κανένας από τους ενθρονισμένους σχολιαστές, δεν σηκώνεται από την καρέκλα του άμα δεν συμπληρώσει δίωρο ή τετράωρο. Παρόλα αυτά, αφότου σηκωθεί, σχεδόν δεν θυμάται ποιος ήταν ο πρώτος που σχολίασε ή έδειξε. Όλα συνέβησαν, επειδή το κεφάλι δεν μπορεί να μείνει χωρίς σκέψεις.

Οι παλαιότεροι θυμούνται δύο ή τρεις γέρους ή γριές να κάθονται και να μιλάνε. Τρόμος και φόβος μην σε σταματήσουν και σου απευθύνουν τον λόγο. Δεν σε ξέπλενε ύστερα, ούτε το ποτάμι την περίοδο των βροχών. Το ίδιο συνέβαινε και στην αγορά από τις κυρίες. Αλλά και από τους νέους. Εκεί πλέον το κουτσομπολιό έρχεται πριν ακόμα χαιρετιστούν.

Πάντα οι παρέες του «κουτσομπολιού», χωρίζονταν στον ρήτορα, τον εμπνευστή του θέματος που περνά αμέριμνο τον δρόμο, πηγαίνει στην αγορά, βγαίνει βόλτα, ή πηγαίνει στην εργασία του. Δεύτερος ήταν ο παρατηρητής, που έψαχνε με δίψα να εντοπίσει το θήραμα, το σωστό, και όχι κάτι ανιαρό, ανάξιο σχολιασμού. Οι ομάδες αυτές, αποτελούνταν είτε από δύο είτε από τέσσερα άτομα. Στη δεύτερη περίπτωση τα υπόλοιπα δύο, ήταν αυτά που επικροτούσαν τον πρώτο για τον σχολιασμό του ή που προσέθεταν πάνω στην αρχική ιδέα, τοποθετήσεις.

Το ενδιαφέρον του πράγματος έρχονταν, όταν η διπλανή δυάδα ή τετράδα, άκουγε τη συνομιλία. Τις περισσότερες φορές κάποιος έλεγε ότι ο σχολιασμός ήταν άτοπος με το αντικείμενο, σε άλλες περιπτώσεις η διπλανή παρέα έβλεπε ξεκάθαρα αυτό που αγνόησε η πρώτη, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που οι δύο παρέεςσυμφωνούσαν. Τότε, ενώνονταν και γυρνούσαν ομαδικώς τις καρέκλες σε μια ημικυκλική διεύθυνση με σκοπό να επισκοπούν ολόκληρη τη πλατεία. Όταν συνέβαινε αυτό, ο σχολιασμός ξεκινούσε αφού πρώτα το άτομο ολοκλήρωνε το πέρασμα από τη πλατεία, εν αντιθέσει με την παρέα των δύο, όπου τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν μέχρι το ατυχές άτομο να διασχίσει το οπτικό τους πεδίο.

Πέρα από τις καρέκλες, μια παρέα, μπορούσε να δημιουργηθεί από ένα πεζό και έναν μοτοσικλετιστήή το συχνότερο από δύο πεζούς και δύο Ληξουραίους με μηχανή. Και δεν μιλάμε για άτομα που κατέβαιναν από τα χωριά. Στο Ληξούρι, οι μετακινήσεις γίνονται αποκλειστικά με οχήματα ανεξαρτήτου απόστασης. Γνωστός νέος του Ληξουρίου, αγόρασε μηχανάκι για να μετακινείται από το σπίτι του στη πλατεία που απείχε ακριβώς είκοσι βήματα, διότι όπως έλεγε, κουράζονταν να πάρει τον δρόμο με τα πόδια!

Ένα νέο είδος λοιπόν, «καφενείου» με πολύ μικρότερη όμως διάρκεια, αλλά με πολύ υψηλότερη ένταση ομιλιών, διεξάγονταν σε μία σταματημένη μηχανή μπροστά στη πλατεία. Οι συνομιλίες δεν σταματούσαν στους χαιρετισμούς και στα νέα, αλλά συμπεριλάμβαναν και κάθε λογής γεγονός αλλά και άτομο που τυχαία περνούσε από εκεί. Συνήθως, αυτές οι παρέες, μετέβαινες στις καρέκλες όπου δημιουργούσαν μια ενιαία ομάδα παρακολούθησης. 

Τι συνέβαινε όμως όταν οι ίδιοι βρίσκονταν στη θέση αυτή; Όταν κάποιος που την ακριβώς προηγούμενη ημέρα κάθονταν και σχολίαζε έπρεπε να περάσει από το ίδιο σημείο χωρίς να έχει χρόνο να καθίσει; Τότε ήταν αυτός που γίνονταν το αντικείμενο του σχολιασμού. «Κοντός ψαλμός, αλληλούια».

Για αυτό, κάποιος για να λέγεται γνήσιος Ληξουραίος, πρέπει να μπορεί να διαχειριστεί με δεξιοτεχνία και τις δύο περιστάσεις: την κατάσταση της καρέκλας, και την κατάσταση του δρόμου.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ