Πρωτομαγιά, η μέρα που εγκαινιάζει τον μήνα των φιόρων και της ελπίδας. Είναι, όμως, και η Εργατική Πρωτομαγιά, η μέρα στην οποία τιμούμε τους αγώνες γενεών για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για μιαν αξιοπρεπή ζωή.
Φέτος, η Πρωτομαγιά είναι και μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, στο μέσο της διαδρομής του Θείου Πάθους, εν αναμονή της Ανάστασης του Κυρίου με τη ζωογόνο της δύναμη.
Πόσοι πολλοί συμβολισμοί σε μία μόνο μέρα; Πόσα πολλά νοήματα υπογραμμίζουν το πέρασμά της;
ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΚΚΥΛΙΑ ΕΠΕ
Παραθέτουμε απόσπασμα από τον “Επιτάφιο” του γεννημένου την Πρωτομαγιά του 1909, Γιάννη Ρίτσου. Ένα ποίημα εμπνευσμένο από τη μαζική απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936, τον “ματωμένο Μάη των εργατών” με 12 νεκρούς κατά τις σφοδρές συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία. Ιδιαίτερα, η φωτογραφία της μάνας που σπαράζει πάνω από τη σορό του νεκρού γιου της συγκλόνισε τον ποιητή και αποτελεί το κεντρικό στοιχείο του ποιήματος.
Στους παρακάτω στίχους εκτυλίσσεται το δράμα της μάνας που χάνει το παιδί της. Ως άλλη Παναγία, μοιρολογά τον γιο της που έφυγε αγωνιζόμενος. Για ένα καλύτερο αύριο, έναν καλύτερο κόσμο!
Κι έτσι γινόμαστε μάρτυρες πώς ένα ποίημα – μοιρολόι, πώς μια αναφορά στον θάνατο μετατρέπεται σε άσμα αφιερωμένο στη ζωή και στον αέναο αγώνα που τη συνοδεύει και τη νοηματοδοτεί.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ – Γ. ΡΙΤΣΟΣ
-VI-
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της)
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄ ’δειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔ ’δειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔ ’δειχνες τ’ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄ ’βλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔ ’λεες, γιέ, πὼς ὅλ’ αὐτά τὰ ὡραῖα θἆ ’ναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ’ ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
Κείμενο:
Ευαγγελινός Μιχελής, Γενικός Γραμματέας