Μ. Εβδομάδα 1991
Εισήλθα στο ναό, η πόρτα ανοικτή, ώρα εσπερινή, από τη μπασιά που πρέπει, για να αντιφεγγίζει το είναι το ανθρώπινο με τον Παντοκράτορα, όπου ψηλά στην ουρανία του ναού, στέκει ελεγκτής.
Η μέσα ατμόσφαιρα γκρίζα γάζα, ωσάν της σκοτεινιάς το υφαντό. Το ημίφως αγωνιζόταν να κρατηθεί απ’ τα παράθυρα, φως κανένα δεν απλωνόταν στο χώρο, παρί από δυο καντήλες τρεμόπαιζαν τα φωτούδια στο εικονοστάσι, το ξύλινο, το περίτεχνο, το θαυμαστό στην τέχνη του.
Χάραξα τον Σταυρό μου, ασπάστηκα τον Νυμφίο, την Παναγιά και τον άη –Νικόλα και κοίταξα καταμεσής το τέμπλο, ψηλά, οπού οι μορφές των αγίων με κοιτούσαν με απόρηση.
Ξάφνου ακούγεται η φωνή του ιερέα Θεοδώρητου…
- Πώς τέτοιαν ώρα ευλογημένε μου; Ανώρως εκάμαμε το ευχέλαιο. Ξέχασες πώς είναι Μεγάλη Τετάρτη;
- Παπά μου, ήμουν σ’ άλλη εκκλησιά, μα παπά μου ησυχία δεν είχα. Ήλθα να δω την εικόνα της Αποκαθήλωσης του Κυρίου μας, του Χριστού μας. Μου αρέσει, γιατί στη λιποθύμησή του, ο Θεάνθρωπος, υπηρετήθηκε και από ανθρώπους και από αγγέλους, που τους γιάτρευαν τις πληγές του από τα καρφιά. Αλλά, και συ Δέσποτα, τέτοιαν ώρα που βραδιάζει, που ‘χει τελειώσει το λειτουργικό του Νιπτήρα, τι κάνεις Μεγάλη Τετάρτη βράδυ μέσα στης μαύρης ώχρας το σύννεφο;
-Να, παιδί μου τακτοποιώ τις δουλειές μου και προετοιμάζομαι για τις επόμενες Μεγάλες και Άγιες μέρες. Να, τούτη τη στιγμή βγάζω τον Εσταυρωμένο. με το μεγάλο ξύλινο σταυρό, πίσω από την κύρια πόρτα θα τον ακουμπήσω, για να είναι έτοιμος για αύριο, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ, στα 12 Ευαγγέλια, να το τοποθετήσω μετά το έκτο Ευαγγέλιο στο κέντρο του ναού, εκεί στο ομφάλιο, οπού’ ναι ο Δικέφαλος αητός.
Μού‘ ρθαν απλά, τα λόγια τα δικά μου, τα απεύθυνα με αμεσότητα.
-Μα παπά μου, μ’ όλο το σεβασμό, οπού σου έχω, γιατί δεν ανοίγεις κανένα φως να βλέπεις; Πώς ημπορείς τούτη τη σκοτεινιά;
-Άκου , άκου τους ήχους της Μεγάλης Εβδομάδας που ψάλλουν οι άγγελοι, γιομάτοι λύπη με ανταύγειες χαράς μέσα στο σκοτάδι ή καλύτερα θα σου έλεγα, πως το άκουσμα είναι μια χαρμολύπη! Μάθε, πως, ζει, το φως παιδί μου, στου σκοταδιού την ύφανση.
Τα μάτια μου πάλευαν να ορθώσουν εικόνα συνείδησης, να τοποθετηθώ στο χώρο και έψαχνα την Αποκαθήλωση του Κυρίου μας. Μεγάλη στιγμή η Αποκαθήλωση για τον καθένα μας, που, « ή μένεις ή φεύγεις, εκτός και είναι προδιαγεγραμμένη από συνείδηση Θεού »!
Μονολογούσε ο ιερέας και απόηχοι έφταναν στα αυτιά μου.. «΄Ασε να ακουμπήσω τον Εσταυρωμένον σε τούτο το σημείο, για να μπορώ να βγάλω τη στάση του, τη βάση του όπως τη λένε, που είναι μια μεγάλη πέτρα που στηρίζει τον σταυρό του, πίσω από την αγιατράπεζα …
Μα, καθώς πάλευαν τα μάτια μου στο ημίφως κάτω από το «ουράνιο κέντρο» του ναού, άκουσα αισθητά το αγκομαχητό του ιερέα, επίμονο σαν κάτι που ήθελε να ξεριζώσει κι αυτό αντιστεκόταν.
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια του ιερού, στάθηκα στην πόρτα της Πρόθεσης, κι είδα όσο μου το επιτρέπανε τα λιανοκέρια στα δυο κηροπήγια της Αγίας Τράπεζας, τον ιερέα γονατιστό, να κρατά στα χέρια του μια πέτρα, με δυο μεγάλα βαθουλώματα, που έμοιαζε ωσάν κρανίο πέτρινο.
Βοήθα με να σηκώσω τούτη την πέτρα, που ακίνητη μένει για χρόνια σε τούτο το ναό, στερεωμένη ωσάν βαθύ θεμέλιο. Τη λένε γολγοθόπετρα και στηρίζει μέσα στη σχισμή της το μεγάλο ξύλινο σταυρό, του Εσταυρωμένου μας.
Κάνω να γονατίσω για να την ξεκολλήσουμε δυνατά.
– Άσε παιδί μου, να πάρω μιαν ανάσα, καθώς βλέπεις είναι δύσκολο το πράγμα τούτο. Όχι, όχι, όχι, μην την αγγίζεις εσύ, μόνο οι ιερείς κάνει να την πιάνουν, γιατί είναι το κρανίο του Αδάμ. Θα τα καταφέρω μόνος μου, άσε να πάρουμε μιαν ανάσα πρώτα. Κάτσε όμως να σου πω την ιστορία της.
Τον καιρό της Σταυρώσεως του Ιησού Χριστού, πάνω στο λόφο του Γολγοθά, εκεί που έμπηξαν στο χώμα τον Σταυρό, ήταν κοιμητήριο και παρουσιάστηκε το κρανίο του Αδάμ, το κρανίο του Κόσμου. Κι όπως οι άνομοι κάρφωσαν τα πόδια του Χριστού, έτρεξε το αίμα πάνω στο κρανίο κι έτσι ξεπλύθηκαν οι παλιές αμαρτίες με τη θυσία του αίματος.
Να , έλα να δεις εκεί ψηλά στην Επίστεψη του ναού, κάτω στα πόδια του Εσταυρωμένου τρέχει το αίμα πάνω στο κρανίο του Αδάμ. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος συμβολικά φτιάχνουν ένα πέτρινο κρανίο, του Αδάμ, το οποίο το λένε γολγοθόπετρα.
Με έπιασε έκσταση, τυλίχτηκαν οι σκέψεις μου, οι νοήσεις μου πήγαν κι ήρθαν, δεν ημπορούσα να μιλήσω… μπλοκαρίστηκε η νεότητά της στιγμή μου.
Και πάλι ο ιερέας με «τράβηξε» στο ιερό. Γονάτισε, έκαμε τον σταυρό του, κάθισε κάτω, έβαλε την πέτρα ανάμεσα στα πόδια του κι εγώ πίσω, όρθιος όπως μου είπε να είμαι, να στέκομαι και να του κρατώ τους ώμους.
Προσπάθησε ο ιερέας, μα η γολγοθόπετρα δεν ξεκολλούσε, ήταν πακτωμένη στα γερά. Το πέτρινο κρανίο ήταν ατάραχο στο χρόνο, νικητής ο Αδάμ. Αισθάνθηκα το λυγμό της σιωπής του ιερέα, σκούρος στον ήχο του που μονολογώντας έλεγε.
-Τούτο το σημάδι βαρύ στην ψυχή μου είναι, τι έκαμα;!, τι έφταιξα;!, τι σημάδι μου δίνεις Θεέ μου;! Ακολουθεί μια φωνή βγαλμένη από τα εσώτερα του ιερέα, ωσάν από πηγάδι που βογγάει το νερό του, το αναβρυτικό και σέρνεται για να βρει άνοιγμα διαφυγής.
– Άρα δεν είμαι ικανός, να σε στελιάσω στα βήματα των ψυχών, Χριστέ μου; Μα πείσμωσε η πίστη και ο ιερέας αφόρμισε νέα δύναμη. Ακολούθησαν τρεις προσπάθειες και η πέτρα, η γολγοθόπετρα στύλωνε ριζωμένη στο δάπεδο. Έριξα φως, πάνω της, κι αυτή , ωσάν να μου χαμογέλασε.
Ένα κρανίο είπα, είσαι, πέτρινο, όπου κρατάς τον Εσταυρωμένον επί της θυσίας του, ξεκόλλα καημένη γολγοθόπετρα. Στο μυαλό μου αντιπάλευαν όλα τα σκηνικά του κόσμου.
– Όταν γελάει ο νεκρός, θάνατος έρχεται!
κι όταν γελάει ο Αδάμ, θα επιστρέψει ο Θεός –
Μόνοι μας στο ναό, εγώ κι ο ιερέας, ο γνωστός μου ιερέας.
Φως δεν ανάψαμε, λιγοστά τα λιανοκέρια, μπαλώματα φωτοσκίασης όλο το σκηνικό. Άρχισε ο ιερέα να μου λέει. Τι σκέπτεσαι, άσε το φως; Η γολγοθόπετρα θέλει μυσταγωγικό σκοτάδι για να ξεπλυθούν οι αμαρτίες μας.
Η υπομονή και η επιμονή κόχλαζαν στον χαραχτήρα του ιερέα, είχε χαλαρώσει και μου ψιθύρισε φωνακτά, κάμε μου ένα καλό, φέρε μου από πίσω από την πόρτα τον Εσταυρωμένον όπως είναι με τον σταυρό του και ακούμπησέ το εδώ στην κόγχη.
-Ω ! Θεέ μου! αναφώνησα, η ώρα δύσκολη, δεν σηκώνει τόσο εύκολα κανείς, ένα σταυρό επί της θυσίας. Υπακοή και σιωπή πλέχτηκαν μαζί με την κίνηση. Τον πήγα, τον έστησα όρθιο, ακουμπισμένον στην κόγχη του ναού και ο ιερέας έπιασε να ψάλλει, να συγχωρεί, να μονολογεί, να καλεί τη βοήθεια των Χερουβίμ κι εγώ πίσω του όρθιος, του κρατούσα, όπως μου παρήγγειλε τους ώμους του. Μ’ ένα μεγάλο σίδερο, φορτίστηκε με δύναμη αδύναμη, ποτισμένη με σκοπό και μετάνοια και μπρος και πίσω, δεξιά και αριστερά, το πέτρινο κρανίο του Αδάμ, το ποτισμένο και καθαρμένο με αίμα θυσίας. κύλησε στα χέρια του.
Στιγμή μεσούρανη στη σκέψη μου, έτσι φωλιάστηκε τούτη η εικόνα, απλά ο ιερέας Θεοδώρητος πάλευε και αντιπάλευε την αιωνιότητα, το φθαρτό και το άφθαρτο και με τα δυο του χέρια ψαχούλευε το αίμα της θυσίας του Θεανθρώπου, πάνω στο κρανίο για να αισθανθεί τις αδυναμίες της μονόπλευρης στιγμής. Δραματοποίηση της χαρμολύπης ήταν όλο το σκηνικό ετούτο
Ο ιερέας, σιωπηλά έφερε κι έστησε τη γολγοθόπετρα, την πέτρινη κεφαλή του Αδάμ, μόνος του στο κέντρο του ναού, όπως ορίζει ο άγραφος νόμος του Θεού. Η νύκτα του χωρισμού από την εκκλησιά με σύρραψε στο συμβάν της.
-Μετά από δυο μέρες, ήταν Μεγάλη Παρασκευή, μπήκα στο ναό κι ασπάστηκα τον Εσταυρωμένον. Η εικόνα της γολγοθόπετρας πάλι η ίδια, αισθάνθηκα πως μου χαμογελούσε το κρανίο του Αδάμ. Άρχισα μέσα μου να ψάλλω …
«… Ιέρεια Ολοκαυτώματα Έμψυχα… το ανασάλεμα της μνήμης είναι πολλά, αλλά κυρίως είναι θάνατος χαμογελαστός! Η επιστροφή του Θεού, έρχεται… έρχεται αυτόν τον καιρό. »!